Αν πράγματι η κυβέρνηση είχε πρόθεση να απαγορεύσει ολοκληρωτικά τη χρήση του τενεκέ με πρόστιμο 5.000 ευρώ, αν αυτό προέκυψε απλά συνδυαστικά λόγω της καθολικής εφαρμογής του ψηφιακού δελτίου αποστολής από τον Οκτώβριο του 2025 και μιας ξεχασμένης διάταξης από το 2005 που έχει μείνει πρακτικά ανεφάρμοστη ή αν επρόκειτο απλά για ψευδή είδηση, είναι μεν σοβαρά θέματα προς εξέταση, αλλά δεν είναι τα μείζονα. Το σημαντικότερο είναι ότι η είδηση έγινε πιστευτή και τρόμαξε ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Γι΄ αυτό άλλωστε και η κυβέρνηση φρόντισε να τη διαψεύσει κατηγορηματικά.
Είναι σωστό η φορολογική αρχή να προκαλεί τον φόβο; Ασφαλώς, αν προκαλεί φόβο στους φοροφυγάδες. Το δυστύχημα στην Ελλάδα είναι ότι προκαλεί μεγαλύτερο φόβο στους νομοταγείς· σε αυτούς που δεν έχουν καμία πρόθεση να κρύψουν το παραμικρό και θέλουν να πληρώνουν τους φόρους τους. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διαχρονικής εμμονής της φορολογικής αρχής στην τυπολατρία και το micromanagement. Εμμονή που αντί η ψηφιοποίηση να τη θεραπεύσει ή έστω να την απαλύνει ως παρωχημένη και αναποτελεσματική πρακτική, την εντείνει σε απόλυτο βαθμό. Η φορολογική αρχή έχει την ψευδαίσθηση ότι τάχα η τυπολατρία και το micromanagement δεν είχαν αποτέλεσμα, γιατί μέχρι στιγμής δεν είχαν εφαρμοστεί σωστά. Με τα ψηφιακά εργαλεία έχει την πρόθεση να εστιάσει στις μικρολεπτομέρειες και στους τύπους με εξουθενωτική ακρίβεια.
Έτσι λοιπόν απλές καθημερινές και απολύτως ανθρώπινες συνθήκες η φορολογική αρχή τις τιμωρεί ως πράξεις φοροδιαφυγής, μόνο και μόνο επειδή θα μπορούσαν να σταθούν ως δικαιολογία ενός φοροφυγά. Την ασθένεια του λογιστή, μια κακή χρονιά μιας ατομικής επιχείρησης, μια πτώση του διαδικτύου ή μια βλάβη ενός μηχανισμού, η ΑΑΔΕ πρακτικά τα απαγορεύει και τα τιμωρεί ως φοροδιαφυγή με πανάκριβα οριζόντια πρόστιμα, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εξετάζει την ουσία. Το ίδιο θα συμβεί και για μια απλή φιλική ή συγγενική επίσκεψη σε επιχείρηση που θα υποχρεωθεί σε λίγο καιρό στην τήρηση του ψηφιακού πελατολογίου. Γιατί λοιπόν η ιδιωτική διανομή λαδιού σε φίλους και συγγενείς να μην θεωρηθεί και αυτή φοροδιαφυγή;
Ο λόγος είναι ότι αντίδραση υπήρξε μόνο στο ζήτημα του λαδιού και όχι στα υπόλοιπα που τα περισσότερα αποτελούν ήδη μια εφιαλτική πραγματικότητα. Η μόνη εξήγηση που δίνω γι΄ αυτό είναι ότι το ζήτημα του λαδιού αφορά ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας, χωρίς εναλλακτική. Ο επιχειρηματίας μπορεί να ζει με την ψευδαίσθηση ότι ο λογιστής του είναι super ήρωας και δεν αρρωσταίνει ποτέ, μπορεί να ζει με την ψευδαίσθηση ότι δεν θα έχει ποτέ μια κακή χρονιά και με την ελπίδα ότι το Internet δεν θα πέσει ποτέ. Χωρίς το λάδι από το χωριό όμως, πάρα πολλοί Έλληνες δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν απάντησε στον διάχυτο φόβο ότι η φορολογική αρχή μπορεί να παίρνει εντελώς παράλογες αποφάσεις. Προτίμησε να μεταφέρει και αυτό το πρόβλημα στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης, ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από διασπορά fake news για μικροπολιτική εκμετάλλευση. Αν ακόμα και μια κυβέρνηση με απόλυτη πολιτική κυριαρχία διστάζει να θέτει τα ζητήματα επί της ουσίας, δείχνει το μέγεθος της παθογένειας· τα προβλήματα δεν τίθενται στο δημόσιο διάλογο με σκοπό να λυθούν, αλλά ως άσκηση επιρροής και προβολής.
Η συζήτηση για το λάδι θα πρέπει να σταθεί ως αφορμή να κατανοήσουμε ότι η εμμονή της φορολογικής αρχής στην τυπολατρία, μπορεί να έχει πολύ δυσμενείς συνέπειες στην καθημερινότητά μας. Οι επιχειρήσεις έχουν αρχίσει ήδη να το αντιλαμβάνονται, υποχρεωμένες όπως είναι να σπαταλούν εργατοώρες σε διαδικασίες που δεν προσφέρουν το παραμικρό και είναι στα όρια του ακατόρθωτου να εφαρμοστούν κατά γράμμα.
* Ο Αγαμέμνων Σταυρόπουλος είναι Οικονομολόγος - Φοροτεχνικός