Με αφορμή τη συμπλήρωση 51 ετών από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ανοίγει ο δρόμος για έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο γύρω από την ποιότητα της δημοκρατίας που οικοδομήθηκε έκτοτε, για το επίπεδο της εκπροσώπησης, το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος, αλλά και για τις παθογένειες του λαϊκισμού και του πελατειακού συστήματος.
Σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα αξιών World Values Survey 2025, η σημασία της πολιτικής έχει ενισχυθεί (59,2% τη θεωρούν πολύ ή αρκετά σημαντική, έναντι 33% το 2017), ενώ η υποστήριξη προς τη δημοκρατία παραμένει ισχυρή (75,5% τη θεωρούν πάντα προτιμότερη από κάθε άλλο σύστημα, 90% την αξιολογούν θετικά). Ωστόσο, το 59,3% αισθάνεται ότι δεν έχει ουσιαστικό λόγο στις αποφάσεις της κυβέρνησης, ενώ καταγράφονται ανησυχητικά ποσοστά αποδοχής αυταρχικών λύσεων (25,5% θετικά στην τεχνοκρατική διακυβέρνηση, 17,7% σε ισχυρό ηγέτη χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο, 14,5% σε στρατιωτική διακυβέρνηση). Η εμπιστοσύνη στη διαφάνεια είναι χαμηλή, καθώς σχεδόν οι μισοί πιστεύουν ότι οι πλούσιοι εξαγοράζουν τις εκλογές (48,9%) και ότι οι ψηφοφόροι δωροδοκούνται (48%), ενώ η διαφθορά αξιολογείται ιδιαίτερα υψηλά (μέσος όρος 8,1/10). Αναδεικνύονται έτσι τόσο σημαντικές θεσμικές επιτυχίες όσο και χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Παρότι δεν έγιναν όλα σωστά, η συνολική αποτίμηση είναι αδιαμφισβήτητα θετική και η μεταπολιτευτική περίοδος αποτελεί τη μακροβιότερη φάση σταθερής, ουσιαστικής και λειτουργικής δημοκρατικής διακυβέρνησης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Γυρνώντας στο σήμερα, πέρα από τα διδάγματα που προκύπτουν από την ιστορική ανασκόπηση της μεταπολίτευσης, η ελληνική δημοκρατία καλείται να εξελιχθεί ώστε να ανταποκριθεί σε ένα νέο σύνολο προκλήσεων που αναδύονται στο σύγχρονο γεωπολιτικό, ψηφιακό και τεχνολογικό περιβάλλον. Ίσως η πιο μακροπρόθεσμα κρίσιμη εξ αυτών, η οποία αφορά συνολικά τις δυτικού τύπου φιλελεύθερες δημοκρατίες, είναι η ραγδαία ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence – AI) και των αλγορίθμων μηχανικής μάθησης. Η AI έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει καθοριστικά την ενημέρωση, τη διαμόρφωση απόψεων και τη συμμετοχή των πολιτών, με συνέπειες για την ίδια τη θεσμική αρχιτεκτονική του πολιτεύματος. Εφόσον η θεσμική της ρύθμιση δεν είναι επαρκής, έγκαιρη και δημοκρατικά ελεγχόμενη, μπορεί να υπονομεύσει κρίσιμες λειτουργίες της δημόσιας σφαίρας. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τη WVS 2025, 1 στους 3 πολίτες (33%) θεωρεί ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι κακή για την ανθρωπότητα, γεγονός που αντικατοπτρίζει εύλογους φόβους και έλλειμμα εμπιστοσύνης γύρω από τη δημοκρατική διαχείρισή της.
Πώς μπορεί, λοιπόν, ένα τεχνολογικό εργαλείο, σαν την AI, να επηρεάσει τα θεμέλια της δημοκρατίας; Ίσως ο πιο συνοπτικός ορισμός του δημοκρατικού πολιτεύματος αποδίδεται στη φράση του Αβραάμ Λίνκολν για «κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό». Η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι η διακυβέρνηση βάσει της λαϊκής εξουσιοδότησης. Το κυριότερο πεδίο δυνητικής επίδρασης της AI σε μια δημοκρατία αφορά στο βασικό στάδιο της διαμόρφωσης της λαϊκής άποψης, ενώ μπορούμε να εντοπίσουμε διάφορους δυνητικούς κινδύνους και από τη χρήση της AI από την ίδια τη δημοκρατικά προσδιορισμένη εξουσία.
Οι περισσότεροι από μας έχουμε χρησιμοποιήσει κάποιο εργαλείο AI για να ενημερωθούμε πολύ σύντομα για κάποιο ζήτημα, έστω και για μια πρώτη άποψη για αυτό. Ακόμα και όσοι δεν το έχουν κάνει ποτέ, δεν μπορούν να αποφύγουν να είναι δευτερογενείς καταναλωτές των απαντήσεων από διάφορα εργαλεία AI, καθώς η ευκολία και η ταχύτητα που παρέχουν κρίνονται ασυναγώνιστα από τους περισσότερους, αν όχι όλους, όσους προσφέρουν ενημέρωση ή, γενικότερα, εκφέρουν δημόσιο λόγο. Ο βαθμός στον οποίο η ενημέρωσή μας σήμερα στηρίζεται στις απαντήσεις ενός ΑΙ ρομπότ συνομιλίας (ΑΙ chatbot) είναι ήδη πολύ μεγάλος και βαίνει ταχύτατα αυξανόμενος. Και αυτή είναι μία εμφανής ενσωμάτωση της AI, την ίδια στιγμή που επενεργούν πολλαπλάσιες αφανείς ενσωματώσεις διεργασιών AI, όπως οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που αποφασίζουν ποιες αναρτήσεις ή διαφημίσεις –και με ποια σειρά– θα «σερβίρουν» στον κάθε χρήστη τους.
Ένα θεμελιώδες πρόβλημα με όλες αυτές τις εφαρμογές AI chatbot έγκειται στο ότι η ίδια η φιλοσοφία του σχεδιασμού τους στόχευε σε ένα περιβάλλον «ανθρωποφανούς» συνομιλίας με τον χρήστη, κάτι που συνεπάγεται την παροχή συγκεκριμένων απαντήσεων, και όχι τη διερεύνηση του ζητήματος που θέτει ο χρήστης. Έτσι, η «αναζήτηση στο ίντερνετ», η οποία παρά τον έντονο πληροφοριακό θόρυβο προσέφερε έναν πλουραλισμό απαντήσεων, έχει πλέον υποκατασταθεί από μια ερώτηση σε ένα AI chatbot που δίνει μία μόνο συγκεκριμένη απάντηση, της οποίας η εγκυρότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί άμεσα από τον χρήστη, ούτε καν ελέγχεται αν υπάρχουν διαφορετικές ή αντίθετες απόψεις. Καθώς, μάλιστα, οι αλγόριθμοι AI γίνονται συνεχώς πιο πολύπλοκοι, στοχαστικοί και αυτόνομοι, καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο να προσδιοριστούν οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεών τους για να αξιολογηθούν ή να αποδοθούν ευθύνες.
Ζήτημα υπάρχει ακόμα και στην «εκπαίδευση» των εφαρμογών AI, δεδομένου πως οι αλγόριθμοι αυτοί είναι τόσο αμερόληπτοι όσο πλουραλιστικά και αμερόληπτα είναι τα δεδομένα με τα οποία εκπαιδεύονται. Τέλος, η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ακόμα και διαδικτυακής ενημέρωσης σε αλγορίθμους AI, με αδιαφανή κριτήρια, έχει ήδη οδηγήσει σε παρατηρούμενα φαινόμενα «information bubbles», κατάσταση κατά την οποία τα άτομα εκτίθενται κυρίως –ή ακόμα και μόνο– σε απόψεις και πληροφορίες που ευθυγραμμίζονται με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις, προτιμήσεις ή ενδιαφέροντά τους. Αυτό έχει απτό αποτέλεσμα στον βαθμό πόλωσης (πολιτικής, κοινωνικής ή άλλης) των κοινωνιών, κάτι που έχει σαφείς συνέπειες στις δημοκρατικές διεργασίες.
Γίνεται, επομένως, επιτακτική ανάγκη η θέσπιση ενός πλαισίου που θα διασφαλίζει πως η ανάπτυξη και χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπου κι αν λαμβάνει χώρα, αλλά ιδίως εντός της χώρας, θα διέπεται από όρους διαφάνειας, αμεροληψίας, δημοκρατικού ελέγχου και λογοδοσίας. Μόνον έτσι μπορεί να προστατευτεί η ουδετερότητα της πληροφορίας και να προληφθεί η αλλοίωση θεμελιωδών δημοκρατικών διαδικασιών, όπως η ενημέρωση και η πολιτική συμμετοχή. Δεν πρόκειται για εύκολο έργο, ιδίως όταν το ίδιο το νομοθετικό μας σύστημα δείχνει αδυναμία να ανταποκριθεί ακόμη και σε προκλήσεις του παρελθόντος. Ίσως, όμως, η διπλή επέτειος, 51 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας και 50 χρόνια από την καθιέρωση του Συντάγματος του 1975, που θεμελίωσε την υπόσχεση μιας σύγχρονης, φιλελεύθερης πολιτείας, να σηματοδοτεί την ανάγκη για μια νέα φάση: έναν ουσιαστικό θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καταστήσει τη δημοκρατία όχι μόνο πιο ανθεκτική, αλλά και πιο ικανή να απαντά αποτελεσματικά στις προκλήσεις του ταχέως εξελισσόμενου τεχνολογικού περιβάλλοντος.
Σε αυτό το νέο πεδίο, όμως, δεν αρκεί μόνο η κρατική μέριμνα. Απαιτείται και ενεργή παρουσία του πολίτη, κριτική εγρήγορση και συνειδητή επιλογή υπέρ της δημοκρατίας, ακόμη και όταν οι ψηφιακές συνθήκες την καθιστούν λιγότερο αυτονόητη. Γιατί, τελικά, καμία τεχνολογία δεν είναι ισχυρότερη από την ανθρώπινη αδράνεια· και όσο εξελιγμένη κι αν είναι, το μέλλον της δημοκρατίας θα κριθεί από τη βούλησή μας να συμμετέχουμε, να προστατεύουμε τους θεσμούς και να μη μένουμε απλοί θεατές.
* Η Φαίη Μακαντάση είναι Επικεφαλής Ερευνών του ανεξάρτητου, μη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις»