Σενάρια κυβερνησιμότητας στην κινούμενη άμμο

Το πολιτικό περιβάλλον, εσωτερικό και διεθνές, διακρίνεται τα τελευταία χρόνια από συχνές αναταράξεις και κρίσεις

Βουλή

Το πολιτικό περιβάλλον, εσωτερικό και διεθνές, διακρίνεται τα τελευταία χρόνια από συχνές αναταράξεις και κρίσεις. Ζήσαμε τη μακρά οικονομική κρίση επί μία δεκαετία και αμέσως μετά, τη μεγάλη υγειονομική κρίση της πανδημίας, ακολουθούμενη από διεθνείς κρίσεις και πολέμους, για να φτάσουμε τώρα στα αχαρτογράφητα νερά της ανατροπής του status quo, όπως το ξέραμε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Με επίκεντρο βέβαια, τις μέρες αυτές, τον εμπορικό πόλεμο, με τη μορφή της επιβολής δασμών, που ξεκίνησε ο Πρόεδρος Τραμπ, αλλά και την ανατροπή όλων των άλλων βεβαιοτήτων της προηγούμενης εποχής με συμμαχίες να κλονίζονται και στρατόπεδα να αναδιαμορφώνονται σχεδόν εξαρχής. 

Στην εσωτερική μας πραγματικότητα, πάντα στη σκιά των μεγάλων διεθνών εξελίξεων και ας μην είναι αυτό πάντα εμφανές, τα γεγονότα που απασχολούν την επικαιρότητα και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον πολιτών και κομμάτων, ποτέ δεν έλειψαν. Όλα αυτά όμως, για τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια και μετά την αναταραχή των “μνημονιακών” ετών, είχαμε τη σχετική πρωτοτυπία να τα βιώνουμε κάτω από ένα καθεστώς κυβερνητικής και πολιτικής σταθερότητας. Οι δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις έδωσαν αυτοδύναμη Κυβέρνηση και οι έρευνες της κοινής γνώμης, σχεδόν σε ομοφωνία, έδειχναν ένα σκηνικό που ελάχιστα μεταβαλλόταν με την πάροδο των ετών. Η εικόνα από πολλούς παρουσιαζόταν ως πολιτικά ασύμμετρη, αφού στην ουσία μιλούσαμε πια για ένα κυρίαρχο κόμμα, δίχως στιβαρό πολιτικό αντίπαλο, με δυσθεώρητες διαφορές επιρροής. 

Όλα αυτά μεταβλήθηκαν με ραγδαίο τρόπο, με την αναζωπύρωση, με διάφορους τρόπους και από διάφορους δρώντες, του τραγικού θέματος του δυστυχήματος των Τεμπών, που μέσω έντονης συναισθηματικής φόρτισης και ενός απόλυτα εύλογου, μα τόσο γενικού, ώστε να τους χωρά όλους, αιτήματος, όπως η “Δικαιοσυνη”, κατόρθωσε αφενός να μονοπωλήσει για καιρό την ατζέντα και αφετέρου να απειλήσει να ανατρέψει πλήρως τα δεδομένα.

Δεν θα μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες για το ανωτέρω αυτό σπουδαίο ζήτημα, ιδίως σε μια φάση όπου πλέον έρχονται στο φως επίσημα στοιχεία, μέρος της ακόμα μυστικής δικογραφίας, που δεν θα παραμείνει όμως έτσι για πολύ. Τον ρόλο της πλήρους διαλεύκανσης πάντα είχε και διατηρεί η επίσημη Δικαιοσύνη και αυτή πρέπει να φανεί αντάξια της μεγάλης ευθύνης της. Κανείς άλλος δεν μπορεί, ούτε και θα έπρεπε, να το κάνει. Γι’ αυτό και την περιμένουμε, τη στηρίζουμε και την περιβάλλουμε με την εμπιστοσύνη που της πρέπει, ως κορυφαίο Θεσμό του Πολιτεύματος. Όχι γιατί δεν έχει δώσει και αρνητικά δείγματα στο παρελθόν. Αλλά γιατί δεν ορίζουν αυτά, ούτε την ποιότητα, ούτε την αξία της. Και γιατί η οποιαδήποτε εναλλακτική (ποια είναι αλήθεια, η αυτοδικία, το δίκαιο του ισχυρού;) θα φανέρωνε πλήρες αδιέξοδο και παραδοχή διάλυσης της Δημοκρατίας μας. 

Θα μιλήσουμε όμως για το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί και κυρίως, για το ποιο μπορεί να είναι αυτό μετά τις επόμενες εκλογές, όταν γίνουν. Αυτή τη στιγμή, η Κυβέρνηση έχει βεβαίως υποστεί μεγάλη φθορά, δικαιολογημένη και από τα χρόνια παραμονής της στην εξουσία, αλλά παραμένει πρώτη στις έρευνες, με σημαντική διαφορά από τους υπόλοιπους. Στη 2η θέση έχει αναρριχηθεί ένα προσωποπαγές κόμμα, με καταγγελτικό και μονοθεματικό λόγο, δίχως αναγνωρισμένα στελέχη, δίχως προγραμματικό βάθος ή συνολικό σχέδιο για τη χώρα. Και πιο κάτω, το ΠΑΣΟΚ που ξεκίνησε δυναμικά πριν λίγο μόνο καιρό, αποδεικνύεται όμως αδύναμο να εκφράσει κυρίαρχα τον χώρο εκείνο που διαμορφώνει τις πλειοψηφίες, αδυνατώντας να συγκροτήσει αυτόνομη και πειστική πρόταση, βασισμένη σε θετικό αφήγημα, με εστίαση στο μέλλον. Μέσω αποσπασματικών πρωτοβουλιών και ευκαιριακών “ανίερων” συμμαχιών, με λόγο στιγματισμένο από μια αποκλειστικά αρνητική θέαση των πραγμάτων, δεν δίνει την αναγκαία ελπίδα στην πλέον δημιουργική μερίδα της κοινωνίας, που θα μπορούσε να το εκτοξεύσει σε κυβερνητική δύναμη. 

Πιο πέρα, εικόνα πολυδιάσπασης, μικρής επαφής με την πραγματικότητα και πλήρης ασυνεννοησία. Και βέβαια, με πιθανή την είσοδο στη Βουλή ενός μεγάλου αριθμού κομμάτων, κάτι το οποίο, σε συνθήκες έλλειψης διαύλων επικοινωνίας και τεράστιας πόλωσης, δεν συνιστά καλή είδηση για την ποιότητα της δημοκρατικής διαδικασίας ή της αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Μετά και τον πρόσφατο ανασχηματισμό, αλλά και τα αντικειμενικά καλά νέα από τον τομέα της Οικονομίας (αναβαθμίσεις από διεθνείς Οίκους, αποτελέσματα δεικτών ανάπτυξης αλλά και ανεργίας κ.ά.) η κατάσταση δείχνει να παγιώνεται εκ νέου, πλην όμως υπάρχουν ανησυχητικά δείγματα, όσο και ερωτήματα για τα επερχόμενα. Ζήσαμε λοιπόν τις μέρες αυτές την εξής παράδοξη εικόνα: Η Κυβέρνηση, βασισμένη ακριβώς στα ανωτέρω καλά αποτελέσματα στην Οικονομία, εξήγγειλε αυξήσεις στο στρατιωτικό προσωπικό. Η αντίδραση της αντιπολίτευσης κυρίως, μα και μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ ήταν η συνήθης, πως ιδίως μπροστά στη μεγάλη ακρίβεια, επρόκειτο για “ψίχουλα”. 

Σχεδόν ταυτόχρονα όμως συνέβη το παράδοξο, για τα “ψίχουλα” αυτά, αφενός κάποιοι να εκφράζουν ανησυχία πως εισερχόμαστε σε νέα περίοδο του “Τσοβόλα δώστα όλα” και να λένε ανοικτά πως πρόκειται για ανεύθυνη κυβερνητική παροχολογία και αφετέρου, άλλοι, πολλοί εκ των οποίων μέσα από τους Κυβερνητικούς κόλπους, να ζητούν την επέκταση αυτών των αυξήσεων και σε παρεμφερείς κύκλους. Αυτή η εικόνα είναι αρκετά ανησυχητική για την ψυχολογική φάση στην οποία βρισκόμαστε και την εικόνα και προσδοκία που έχουν πλέον πολλοί από την Κυβέρνηση. Δεν είναι άνευ σημασίας η γενική πεποίθηση, βασισμένη στην ιστορική εμπειρία, ότι, ιστορικά, οι Κυβερνήσεις, πραγματοποιούν δύο, το πολύ, συνεχόμενες θητείες. Αυτή η αίσθηση, προκαλεί πίεση σε πολλούς, μια και την εκλαμβάνουν ως δεδομένη νομοτέλεια και ενεργούν ανάλογα. Προσπαθούν δηλαδή να αντλήσουν όσα οφέλη μπορούν, με την παρούσα κατάσταση, αλλά αρχίζουν και να τοποθετούνται και σχετικά με την όποια επερχόμενη κατάσταση φαντάζονται ή επιθυμούν. 

Όλοι λοιπόν, αντιπολιτευόμενοι και μη, αντιμετωπίζουν την Κυβέρνηση ως έναν μηχανισμό παροχής χρημάτων και την πιέζουν να εισέλθει σε μια λογική “το αφεντικό τρελάθηκε”. Και μάλιστα, ως αυτονόητη και ελάχιστή της υποχρέωση, δίχως τη διάθεση της αναγνώρισης ή της πολιτικής πίστωσης κάποιου πολιτικού κεφαλαίου. Και αυτό είναι ίσως το πλέον επικίνδυνο για εκείνην. Η καθαρά δηλαδή “συναλλακτική” της αντιμετώπιση από το εκλογικό σώμα, δίχως θετικό αντίκτυπο ή εναπόθεση προσδοκίας. Αυτήν την αίσθηση και το αφήγημα, θα πρέπει η ίδια να μεταβάλλει, αν θέλει να “ξορκίσει” το φάντασμα των 2 θητειών και να σπάσει και αυτήν την παράδοση. Να πείσει δηλαδή ξανά, το κρίσιμο αυτό σώμα που δείχνει να έχει αποσύρει την εμπιστοσύνη του, πως διαθέτει ακόμα τόσο το σχέδιο, όσο και το εσωτερικό κίνητρο, τη φρεσκάδα, για να συνεχίσει να κρατά την μπαγκέτα της διακυβέρνησης. 

Γιατί, και παρά τη γκρίνια, στην πλέον δύσκολη φάση, εκείνη παραμένει μακράν πρώτη. Χωρίς αυτήν, με αυτούς τους συσχετισμούς, είναι πρακτικά σχεδόν αδύνατος ο σχηματισμός σταθερής Κυβέρνησης. Και αν ακόμα ήταν δυνατός, μέσω της σύμπραξης ενός δυσθεώρητου αριθμού κομμάτων της αντιπολίτευσης, με τόσες διαφορές μεταξύ τους, αυτό θα έμοιαζε με δυστοπικό κολάζ και πάντως πολύ δύσκολα διατηρήσιμο. Ποια θα είναι όμως η Κυβερνητική πραγματικότητα του αύριο, που δεν είναι και τόσο μακριά, ακόμα κι αν εξαντληθεί η τετραετία; Η Κυβέρνηση, δεν διαθέτει στη φάση αυτή, ανοικτούς και λειτουργικούς διαύλους επικοινωνίας με την Αντιπολίτευση. Κάτι βέβαια που έχει επιδιώξει συστηματικά και η τελευταία. Και αν λάβουμε υπόψη το βασικό αναδειχθέν εσχάτως κριτήριο περί “συστημικότητας” ή μη των κομμάτων, στη μία κατηγορία θα βάζαμε το ΠΑΣΟΚ κυρίως και μερικώς το ΣΥΡΙΖΑ και στην άλλη, όλους τους άλλους.

Στη “συστημική” λοιπόν πλευρά (δηλαδή τη θεσμική και διεθνοποπολιτικά “ορθόδοξη”), βασικά το ΠΑΣΟΚ θα ήταν εκείνο που θα μπορούσε να δώσει τη διέξοδο της σταθερότητας στη χώρα, αν η κατάσταση συνεχίσει ως έχει και δεν διαμορφωθούν εκ νέου συνθήκες αυτοδυναμίας. Εκεί όμως, για διάφορους λόγους, τόσο ερμηνείας της πρόσφατης ιστορίας (χρεώνουν στην συγκυβέρνηση ‘12-14, τη μεγάλη πτώση του κόμματος, χωρίς όμως να έχουν διεκδικήσει αντίστοιχα τα πολιτικά οφέλη της περιόδου), όσο και αναβίωσης απαρχαιωμένων “αντιδεξιών” συνδρόμων, έχουν ξεκαθαρίσει πως δεν θελουν να αναλάβουν αυτό το βάρος. Ξεχνώντας εν μέρει πως αυτός είναι ο προορισμός των κομμάτων, από τον ορισμό τους. Η κατάληψη της εξουσίας και η διαμόρφωση των πραγμάτων, με βάση το πρόγραμμά τους. Το αν αυτό θα γίνει αυτοδύναμα, ή μέσω συνεργασίας, δεν είναι θέσφατο. Το ορίζει ο λαός με την ψήφο του. Αν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ εμμείνει στην απόφασή του, τι μένει;

Είτε θα υπάρξει κάποια συγκόλληση με φορείς της ευρύτερης “αντισυστημικής” δεξιάς, με όχι καλούς οιωνούς διάρκειας και συνεννόησης, είτε η χώρα θα οδηγηθεί σε συνεχείς αναμετρησεις, μέχρι να διαμορφωθεί βιώσιμη Κυβέρνηση. Και όλα αυτά, μέσα σε συνθήκες κινούμενης άμμου διεθνώς και με τις απειλές κάθε είδους στη γειτονιά μας να είναι απολύτως ενεργές. Και με έναν ακόμα κίνδυνο: να προκύψει τελικά Κυβέρνηση με κεντρικό κορμό τη ΝΔ, αλλά λόγω της ύπαρξης μιας ψυχολογικής συνθηκης παντελούς έλλειψης σύνδεσης με μεγάλο μέρος της κοινωνίας, η ανοχή απέναντί της να είναι μηδαμινή. Κάτι που θα καθιστά τον τόπο πολύ δύσκολα κυβερνήσιμο, αφού και πάλι οι συζητήσεις περί “νομιμοποίησης” θα είναι διαρκώς έτοιμες να ξεσπάσουν. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα επικίνδυνο σκηνικό που θα κάνουν την  παρούσα σταθερότητα, μακρινή ανάμνηση.  

Για να μη συμβεί αυτό, όλοι θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη τους. Πρωτίστως η Κυβέρνηση, που υποχρεούται, χωρίς να διακινδυνεύσει, να εξακτινώσει τα καλά αποτελέσματα της Οικονομίας στους πολλούς, δημιουργώντας έτσι νέο κεφάλαιο αξιοπιστίας, μα και μετρήσιμη, ρεαλιστική ελπίδα. Όχι μόνο δια του “κραδέματος” της απειλής του χάους, που όσο δεν υπάρχει αντιπρόταση προκύπτει αβίαστα. Αλλά με την πειστικότητα των αποτελεσμάτων και το θετικό αφήγημα με αποτύπωμα στη ζωή όλων, κάτι το οποίο δεν θυσιάζει κανείς αλόγιστα. Τα υπόλοιπα κόμματα να κατανοήσουν την ευθύνη τους, με βάση την ιστορικότητα της συγκυρίας και να προσαρμοστούν ανάλογα και βέβαια οι εκλογείς, να ασκήσουν την κυριαρχία τους με επίγνωση, επιστρατεύοντας όλα τους τα κριτήρια και όχι μόνο το τυφλό θυμικό, που εύκολα εκφράζεται και μέσα από πράξεις τυχοδιωκτισμού. Στον χρόνο που απομένει, όλα είναι δυνατά. 

* Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι Δικηγόρος (ΜΔΕ, MSc)

11 0 Bookmark