Μετά τον πόλεμο των 12 ημερών, το Ιράν αντιμετωπίζει ένα δραματικά μεταλλαγμένο στρατηγικό τοπίο.
Το αποφασιστικό Ισραήλ, αφού εξουδετέρωσε σε μεγάλο βαθμό τα περιφερειακά στηρίγματα της Τεχεράνης (Χεζμπολάχ, Χαμάς, Χούθι), απονεύρωσε την ιρανική στρατιωτική και επιστημονική ηγεσία με την εξουδετέρωση ηγετικών στελεχών, κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό την άμυνα της χώρας με απηνείς βομβαρδισμούς, και πέτυχε την εμπλοκή των ΗΠΑ στον βομβαρδισμό του σταθμού εμπλουτισμού ουρανίου στο Fordow. Είναι, όμως, πιθανόν, το εμπλουτισμένο υλικό να έχει διασωθεί και οι βλάβες από τον βομβαρδισμό των φυγοκεντρητών να είναι επισκευάσιμες.
Μοιραία δημιουργείται μια νέα δυναμική, η οποία θα οδηγήσει σε προσαρμογές και διαφοροποιήσεις, καθώς το ιρανικό καθεστώς αντιμετωπίζει ισχυρά διλήμματα προκειμένου να επιβιώσει και να αντιμετωπίσει το μέλλον.
Αλλαγή καθεστώτος
Μεταξύ των κύριων σεναρίων που αναφέρθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης και τους ισραηλινούς ηγέτες, θα ήταν η διεξαγωγή στοχευμένης επίθεσης, η οποία θα οδηγούσε στον θάνατο του σημερινού ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, ή σε κάθε περίπτωση η σταδιακή απενεργοποίησή του.
Σύμφωνα με το ιρανικό σύνταγμα, η επιλογή του νέου ηγέτη εξαρτάται από τη Συνέλευση των Εμπειρογνωμόνων, η οποία επανεξελέγη το 2024, μετά από εκλογές χωρίς πραγματικό ανταγωνισμό, και τώρα ελέγχεται σταθερά από τον συντηρητικό κλήρο. Εάν τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δεν επιφέρουν ουσιαστική αλλαγή στο πολιτικό πλαίσιο, είναι πιθανό, ότι ο νέος ηγέτης θα προκύψει από αυτή την παράταξη του σιιτικού κλήρου, διασφαλίζοντας ιδεολογική και θεσμική συνέχεια για τη χώρα.
Ωστόσο, παραμένει άγνωστο αν ο νέος ηγέτης θα μπορούσε να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο σύστημα. Ο διάδοχος του Χαμενεΐ θα μπορούσε να αποδειχθεί περισσότερο μια συμβολική μορφή και η πραγματική εξουσία θα μπορούσε σταδιακά να μετατοπιστεί σε άλλους παράγοντες, ιδίως στους φρουρούς της επανάστασης.
Τα τελευταία χρόνια, οι φρουροί της ισλαμικής επανάστασης (IRGC) έχουν αυξήσει το οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό τους βάρος σε σημείο, όπου αρκετοί διεθνείς αναλυτές περιγράφουν σήμερα το Ιράν ως ένα πραιτωριανό σύστημα.
Εάν αυτή η διαδικασία επρόκειτο να ολοκληρωθεί -είτε διοριστεί νέος ηγέτης είτε υπάρξει βαθύτερος μετασχηματισμός των κρατικών δομών- το Ιράν θα μπορούσε να πάρει τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος παρόμοιου με αυτό πχ της Αλγερίας ή της Αιγύπτου, χωρών οι οποίες κυριαρχούνται από τον στρατιωτικό μηχανισμό, στον οποίο οι πολιτικοί και θρησκευτικοί θεσμοί έχουν σταδιακά υποταχθεί.
Όπως υποστηρίζει η Narges Bajoglhi (TIME, 19/6) παρά την εκτεταμένη και επιτυχημένη εκστρατεία δολοφονιών του Ισραήλ εναντίον υψηλόβαθμων διοικητών των φρουρών της επανάστασης (IRGC), ο πυρήνας αυτής της ομάδας δεν έχει μειωθεί, αλλά έχει σκληρύνει.
Μια νεότερη γενιά ιδεολογικά πιο άκαμπτων διοικητών έχει αναδυθεί. Μεγαλωμένοι σε μια περιφερειακή στρατιωτική δύναμη, βλέπουν τους εαυτούς τους ως θεματοφύλακες μιας περιφερειακής τάξης υπό πολιορκία και πιέζουν για περισσότερο επιθετικές θέσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.
Για τον λόγο αυτό, μια ανατροπή του Χαμενεΐ, θα διακινδύνευε να μετατρέψει το Ιράν σε έναν ακόμη πιο εχθρικό και ριζοσπαστικοποιημένο παράγοντα, ενισχύοντας την πεποίθηση, ότι είναι απαραίτητο να εξοπλιστεί με πυρηνικά όπλα, ως μόνη εγγύηση επιβίωσης. Θα μπορούσε αυτό να συμβεί με επανέναρξη του δικού του προγράμματος εμπλουτισμού, ή περίπτωση που δεν αποκλείεται, να προμηθευτεί αυτά τα όπλα από τρίτους.
Εσωτερικό χάος
Μια άλλη περίπτωση, η οποία αγνοεί εκείνη μιας αλλαγής στην κορυφή, αφορά την προοδευτική αποδυνάμωση – σε σημείο κατάρρευσης – του ιρανικού κράτους.
Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές (Sky News, Yalda Hakim) το Ισραήλ ακολουθεί ακριβώς αυτή τη στρατηγική. Το Τελ Αβίβ, επομένως, δεν θα επιδίωκε αλλαγή καθεστώτος, αλλά μάλλον την υπονόμευση της ιρανικής κρατικής υπόστασης. Η ισραηλινή κυβέρνηση στοχεύει να καταστήσει το Ιράν μια ακίνδυνη περιφερειακή δύναμη ανίκανη να αποτελέσει στρατηγική απειλή για το Τελ Αβίβ, ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει την ηγεσία της χώρας στο εγγύς μέλλον.
Σε αυτό το σενάριο, ο στόχος δεν θα ήταν η ανατροπή του συστήματος εξουσίας της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αλλά η συστημική κατάρρευση του ιρανικού κρατικού μοντέλου, σε μια διαδικασία παρόμοια με αυτή που χαρακτήρισε τη Συρία.
Το Ιράν, αν και τυπικά υφιστάμενο, θα στερείτο τα κυρίαρχα προνόμιά του και θα περιοριζόταν στο καθεστώς ενός αποτυχημένου κράτους, σύμφωνα με μια δυναμική, η οποία ήδη βιώθηκε στο Ιράκ μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991).
Αν και περισσότερο συνεκτική και ανθεκτική από το σύστημα εξουσίας του Σαντάμ Χουσεΐν, αυτή η στρατηγική, αν αποδειχθεί αποτελεσματική, με δεδομένο το γεωγραφικό εύρος και την εθνοτική πολυπλοκότητα του Ιράν, θα καθιστούσε δύσκολο για οποιαδήποτε κεντρική κυβέρνηση να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, ειδικά στις περιφερειακές περιοχές.
Ένα τέτοιο κενό εξουσίας θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη διείσδυση τρομοκρατικών οργανώσεων - όπως οι Μουτζαχεντίν του Λαού του Ιράν (Mojahedin-e Khalq) - με κίνδυνο να πυροδοτήσει ένα σπιράλ αστάθειας και βίας στο εσωτερικό της χώρας.
Επιπλέον θα λειτουργούσε και ο δυνητικός αποσταθεροποιητικός ρόλος, τον οποίο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι εσωτερικές μειονότητες.
Οι μειονοτικές κοινότητες των Βαλούχων, των Κούρδων και των Αράβων θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, για να διεκδικήσουν μεγαλύτερη αυτονομία, ή να τροφοδοτήσουν τη διάλυση της κεντρικής κρατικής υπόστασης.
Η περίπτωση των κουρδικών πολιτοφυλακών στα βορειοανατολικά της χώρας είναι χαρακτηριστική, καθώς αυτές έχουν ιστορικά εκδηλώσει αποσχιστικές τάσεις. Είναι σοβαρό, όμως, το ενδεχόμενο, ότι η πιθανή έλλειψη λαϊκής υποστήριξης – όπως στο παρελθόν – θα περιόριζε την αποτελεσματικότητά τους και θα τις εξέθετε στην καταστολή από την κεντρική εξουσία.
Η κατάσταση της μειονότητας του Αζερμπαϊτζάν φαίνεται λιγότερο προβληματική, καθώς είναι περισσότερο ενσωματωμένη στην ιρανική κοινωνία, ενώ οι Βαλούχοι αντιπροσωπεύουν μια πιθανή πηγή αστάθειας στα σύνορα με το Πακιστάν. Σε αυτή την περίπτωση, τυχόν εντάσεις θα μπορούσαν να ωθήσουν το Ισλαμαμπάντ να παρέμβει για να καταστείλει τις τρομοκρατικές οργανώσεις, δημιουργώντας περιπλοκές.
Ο Ριζά Παχλεβί
Η επιστροφή του γιου του σάχη, Reza Pahlavi, ο οποίος όμως συνεχίζει να φέρει το βάρος της δυναστικής κληρονομιάς του, φαίνεται επίσης να είναι μια μακρινή προοπτική.
Ένα μεγάλο μέρος του ιρανικού πληθυσμού διατηρεί αρνητική γνώμη για την μοναρχία των Παχλαβί (1925-1979), κυρίως λόγω των καταστολών που πραγματοποιήθηκαν υπό τη βασιλεία του Μοχάμεντ Ρεζά (1941-1979). Η φιγούρα του διάδοχου Ρεζά συνδέεται επομένως με ένα αυταρχικό παρελθόν, το οποίο πολλοί βοήθησαν να ανατραπεί με την Επανάσταση των μουλάδων του 1979.
Επιπλέον συνεργούν και άλλοι παράγοντες, που υπονομεύουν την αξιοπιστία του, όπως οι εγκάρδιες σχέσεις του με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου και η κριτική από την εξόριστη αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένων πρώην βοηθών του. Ο Pahlavi εμφανίζεται έτσι, για πολλούς, ως σύμβολο εξωτερικής παρέμβασης και όχι δημοκρατικής ανανέωσης, χωρίς ρίζες στην ιρανική κοινωνική πραγματικότητα.
Πυρηνική επίθεση
Μεταξύ των πλέον απομακρυσμένων σεναρίων, που δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εκ των προτέρων, είναι αυτό μιας στοχευμένης πυρηνικής επίθεσης, ή επίθεσης για την καταστροφή πυρηνικών σταθμών του αντιπάλου.
Προς το παρόν, οι εικασίες ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να εξετάσει τη χρήση τακτικού πυρηνικού όπλου, για ολοσχερή καταστροφή του πρόσφατα βομβαρδισθέντος χώρου εμπλουτισμού, Fordow, παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, και η πρόσφατη επίθεση φαίνεται να επαναλαμβάνει την επιλογή της κυβέρνησης των ΗΠΑ, να χρησιμοποιήσουν μόνο συμβατικά όπλα.
Ωστόσο, είτε επρόκειτο για την Ουάσιγκτον, είτε για το Τελ Αβίβ, να την εφαρμόσει, οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές και ενδεχομένως μη αναστρέψιμες. Το Ιράν, σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε να σπάσει το παραδοσιακό ταμπού, το οποίο μέχρι τώρα το απέτρεπε από του να πλήξει άμεσα τις ισραηλινές πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Στην πραγματικότητα, αν και έχει απειλήσει συχνά με αντίποινα σε περίπτωση επίθεσης στην πυρηνική υποδομή της, η Τεχεράνη έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να αναλάβει οποιαδήποτε δράση εναντίον ισραηλινών πυρηνικών εγκαταστάσεων, φοβούμενη αντίποινα από το Τελ Αβίβ.
Ωστόσο, σε περίπτωση που το Ισραήλ ή οι Ηνωμένες Πολιτείες χτυπήσουν τον πυρηνικό σταθμό Bushehr στον Κόλπο, το Ιράν θα μπορούσε να αισθανθεί νομιμοποιημένο να αντιδράσει, με μια άμεση επίθεση εναντίον αντίστοιχων ισραηλινών πυρηνικών σταθμών.
Μια επίθεση στο Bushehr, ειδικότερα, θα είχε καταστροφικές συνέπειες, όπως προειδοποιεί και ο Γκρόσι της ΙΑΤΕ, του ΟΗΕ.
Αυτό δεν θα ήταν μόνο μια στρατιωτική επίθεση, αλλά μια ενέργεια με σοβαρές περιβαλλοντικές και ανθρωπιστικές επιπτώσεις.
Η ραδιενεργός μόλυνση του αέρα και των υδάτων στην περιοχή του Κόλπου, θα επηρέαζε άμεσα χώρες όπως το Κατάρ, τα ΗΑΕ και το Κουβέιτ, δημιουργώντας ένα άνευ προηγουμένου σενάριο περιφερειακής κρίσης. Εκπρόσωπος των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων έχει επιβεβαιώσει ανεπίσημα , ότι το εργοστάσιο Bushehr είναι στόχος.
Αν και παραμένει, μέχρι σήμερα, το πιο απίθανο σενάριο, η πιθανότητα ότι ένας συμβατικός πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση με πυρηνικές επιπτώσεις, δεν μπορεί δυστυχώς να αφαιρεθεί από τον πίνακα των ενδεχομένων, εκ των προτέρων.
Όπως πολλοί υποστηρίζουν, τα πυρηνικά προγράμματα είναι δύσκολο να σταματήσουν, και ακόμη αν επιβεβαιωθεί η καταστροφή της επί του προκειμένου τοποθεσίας Fordow και χαθεί το εμπλουτισμένο πυρηνικό υλικό της Ισλαμικής Δημοκρατίας, το Ιράν θα μπορούσε να αποφασίσει, αργά ή γρήγορα, να εξοπλιστεί με τη βόμβα. Ένα σενάριο που σήμερα γίνεται, παρά τον πρόσφατο βομβαρδισμό, όλο και πιθανότερο.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής