Στη δημόσια συζήτηση για την οικονομία, κατακλυζόμαστε καθημερινά από οικονομικά μεγέθη, εντυπωσιακά διαγράμματα και βαρύγδουπα συμπεράσματα. Ακούμε και διαβάζουμε για το ΑΕΠ μιας χώρας, το μέσο εισόδημα μιας άλλης, το ποσοστό φτώχειας μιας τρίτης και ούτω καθεξής. Πόσο συχνά όμως στεκόμαστε στην ερμηνεία αυτών, στην προέλευση και τον τρόπο υπολογισμού τους ή ακόμα περισσότερο στο αν μπορούμε να συγκρίνουμε ευθέως μεταξύ τους αριθμούς;
Η αλήθεια είναι πως η απευθείας σύγκριση ακατέργαστων δεδομένων είναι πολύ συχνά παραπλανητική. Πίσω από κάθε σοβαρή ανάλυση, βρίσκονται μεθοδολογικά εργαλεία που σκοπό έχουν να κάνουν τις συγκρίσεις έγκυρες, δίκαιες και ουσιαστικές. Ενδεικτικά, οικονομικά εργαλεία όπως π.χ. οι Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (PPS), οι Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (PPP) και οι Εναρμονισμένοι Δείκτες Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) υπάρχουν ακριβώς για να καθιστούν τις διεθνείς συγκρίσεις αξιόπιστες, απαλείφοντας κατά το δυνατόν, συστημικές διαφορές μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών.
Αφορμή για την παρούσα ανάλυση αποτέλεσε μια πρόσφατη οικονομική έκθεση από Έλληνα ακαδημαϊκό του εξωτερικού, με ισχυρή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και συγκεκριμένα μέρος αυτής που κατέληγε σε διάφορα κοινωνικοοικονομικά συμπεράσματα εστιάζοντας στην ανάλυση του συνολικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Τα δεδομένα προέρχονταν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC), την επίσημη και πιο αξιόπιστη πηγή για τη μέτρηση της φτώχειας και των ανισοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επιλογή αυτή, ωστόσο —η εστίαση δηλαδή στο συνολικό εισόδημα— παραβλέπει κρίσιμες μεθοδολογικές προσαρμογές που είναι απαραίτητες για την ορθή αποτύπωση της οικονομικής πραγματικότητας των πολιτών. Εξάλλου, στην εκτενέστατη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, είθισται να χρησιμοποιούνται άλλες μορφές εισοδήματος, οι οποίες αποτυπώνουν καλύτερα την πραγματική εικόνα ενός ατόμου ή νοικοκυριού σε μία οικονομία.
Η πραγματική εικόνα ενός νοικοκυριού
Το πρώτο μεγάλο ερώτημα προκύπτει όταν προσπαθούμε να μετρήσουμε την ευημερία και την ανισότητα μέσα σε μια χώρα. Η πιο άμεση, αλλά και πιο επιφανειακή, προσέγγιση είναι η εξέταση του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος κάθε νοικοκυριού.
Ορισμός: Ως συνολικό διαθέσιμο εισόδημα, ορίζεται το άθροισμα όλων των καθαρών εσόδων, από όλες τις πηγές (μισθοί, εισοδήματα από περιουσία, συντάξεις, κοινωνικές παροχές, επιδόματα, τακτικές χρηματικές μεταβιβάσεις) αφού αφαιρεθούν οι όποιοι φόροι επί αυτών, καθώς και οι εισφορές για κοινωνική ασφάλιση. Το τελικό ποσό αυτό, ονομάζεται διαθέσιμο, καθώς είναι το καθαρό ποσό που μπορεί να επιμεριστεί πλήρως μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης από το νοικοκυριό.
Είναι όμως ένα νοικοκυριό με ετήσιο εισόδημα €50.000 αυτομάτως πιο εύπορο από ένα άλλο με €35.000; Η απάντηση εξαρτάται από έναν κρίσιμο παράγοντα: πόσα άτομα καλούνται να ζήσουν με αυτά τα χρήματα.
Εδώ ακριβώς ανακύπτει η έννοια του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος, η οποία αναγνωρίζει μια απλή αλήθεια: το κόστος ζωής δεν αυξάνεται αναλογικά με τον αριθμό των μελών ενός νοικοκυριού. Μια τετραμελής οικογένεια δεν χρειάζεται τέσσερις φορές το εισόδημα ενός ατόμου για να έχει το ίδιο βιοτικό επίπεδο, καθώς μοιράζεται βασικά έξοδα όπως το ενοίκιο, οι λογαριασμοί και η θέρμανση. Αυτές είναι οι λεγόμενες "οικονομίες κλίμακας" του νοικοκυριού.
Τι είναι τα Εισοδηματικά Δεκατημόρια;
Για να μελετήσουμε την ανισότητα, οι οικονομολόγοι συχνά κατατάσσουμε τον πληθυσμό σε εισοδηματικές ομάδες. Για να το φανταστούμε απλά, είναι σαν να βάζουμε όλα τα άτομα της χώρας σε μια σειρά, από αυτό με το χαμηλότερο εισόδημα μέχρι αυτό με το υψηλότερο. Στη συνέχεια, χωρίζουμε αυτή την τεράστια σειρά σε δέκα απολύτως ισάριθμες ομάδες. Κάθε μία από αυτές τις ομάδες αποτελεί ένα εισοδηματικό δεκατημόριο. Το πρώτο δεκατημόριο (D1) περιλαμβάνει το φτωχότερο 10% του πληθυσμού, το δεύτερο δεκατημόριο (D2) το επόμενο 10%, και ούτω καθεξής, μέχρι το δέκατο δεκατημόριο (D10) που περιλαμβάνει το πλουσιότερο 10%. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι ποιο είδος εισοδήματος χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε αυτή την κατάταξη. Όπως θα δούμε, η απάντηση αλλάζει τα πάντα.
Για να καταλάβουμε γιατί αυτή η προσαρμογή είναι τόσο κρίσιμη για την εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων, ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με δύο υποθετικές περιπτώσεις που καταδεικνύουν την παγίδα μιας απλοϊκής σύγκρισης:
- Νοικοκυριό Α: Μια τετραμελής οικογένεια, αποτελούμενη από δύο γονείς και δύο ανήλικα παιδιά, με συνολικό ετήσιο εισόδημα €55.000.
- Νοικοκυριό Β: Ένα μονομελές νοικοκυριό, για παράδειγμα ένας συνταξιούχος που ζει μόνος, με ετήσιο εισόδημα €30.000.
Το Λανθασμένο Συμπέρασμα: Βάσει των αρχικών δεδομένων, δηλαδή το συνολικό εισόδημα ανά νοικοκυριό, το Νοικοκυριό Α φαίνεται να απολαμβάνει ένα βιοτικό επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από αυτό του Νοικοκυριού Β, καθώς το συνολικό του εισόδημα είναι σχεδόν διπλάσιο.
Η Διόρθωση: Για να γίνει η σύγκριση δίκαιη, οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν την κλίμακα ισοδυναμίας (equivalence scale). Πρόκειται για ένα σύστημα "βαρών" που αποδίδονται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού για να ληφθούν υπόψη οι οικονομίες κλίμακας. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρέως από τη Eurostat και τον ΟΟΣΑ, αποδίδει βάρος 1 στον πρώτο ενήλικα, 0,5 σε κάθε επόμενο ενήλικα (άνω των 14 ετών) και 0,3 σε κάθε παιδί. Διαιρώντας το συνολικό εισόδημα του νοικοκυριού με το άθροισμα αυτών των βαρών, βρίσκουμε το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού. Με αυτόν τον τρόπο, το εισόδημα κανονικοποιείται, επιτρέποντας συγκρίσεις μεταξύ νοικοκυριών με διαφορετικό αριθμό μελών, καθώς δείχνει το ποσό που αντιστοιχεί σε έναν ισοδύναμο ενήλικα:
- Για το Νοικοκυριό Α, ο συντελεστής είναι 2,1 (1+0,5+0,3+0,3). Το ισοδύναμο εισόδημά του δηλαδή είναι €55.000 / 2,1 = €26.190.
- Για το Νοικοκυριό Β, ο συντελεστής είναι 1. Το ισοδύναμο εισόδημά του παραμένει €30.000.
Το Σωστό Συμπέρασμα: Παρά το χαμηλότερο συνολικό εισόδημα, το άτομο στο Νοικοκυριό Β διαθέτει στην πραγματικότητα υψηλότερη αγοραστική δύναμη και οικονομική ευχέρεια από κάθε μέλος του Νοικοκυριού Α. Αυτή η ανατροπή αποδεικνύει γιατί η χρήση του ισοδύναμου εισοδήματος είναι απαραίτητη για κάθε αξιόπιστη ανάλυση.
Οπτικοποιώντας τις ανακατατάξεις στην εισοδηματική κλίμακα
Για την οπτική αποτύπωση της κρισιμότητας της χρήσης ισοδύναμου αντί συνολικού εισοδήματος, χρησιμοποιήθηκαν τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα μικροδεδομένα της έρευνας EU-SILC για το 2024 (Public Use Files), όπως δημοσιεύονται από την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat. Η ανάλυση και οι υπολογισμοί που ακολουθούν αποτελούν προϊόν πρωτογενούς επεξεργασίας αυτών των δεδομένων από τον γράφοντα.
Αρχικά, για να υπάρχει μία τάξη μεγέθους και να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει αργότερα, ακολουθεί ένας πίνακας που αποτυπώνει ανά δεκατημόριο το μέσο συνολικό και το μέσο ισοδύναμο εισόδημα για την Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα δεδομένα.
Εισόδημα Νοικοκυριών ανά Δεκατημόριο |
||
Δεκατημόριο |
Μέσο Ετήσιο Συνολικό (€) |
Μέσο Ετήσιο Ισοδύναμο (€) |
D1 |
4.447 |
3.613 |
D2 |
7.956 |
5.952 |
D3 |
10.217 |
7.502 |
D4 |
12.335 |
8.926 |
D5 |
14.725 |
10.189 |
D6 |
17.807 |
11.534 |
D7 |
21.534 |
12.969 |
D8 |
25.691 |
14.807 |
D9 |
31.498 |
17.556 |
D10 |
55.860 |
31.413 |
EU-SILC 2024 – Ίδιοι υπολογισμοί
Στη συνέχεια, δημιουργήθηκαν δύο συμπληρωματικά γραφήματα που αποτυπώνουν τη δυναμική της ανακατάταξης, το καθένα με τον δικό του τρόπο. Το πρώτο γράφημα, ένα διάγραμμα ροής, οπτικοποιεί τη δυναμική διαδικασία της ανακατάταξης. Στον αριστερό άξονα αποτυπώνεται η αρχική κατάταξη του πληθυσμού σε δέκα εισοδηματικά δεκατημόρια (D1 το φτωχότερο, D10 το πλουσιότερο) βάσει του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού. Στον δεξιό άξονα, βλέπουμε την κατάταξη των ίδιων ατόμων, αυτή τη φορά βάσει του ισοδύναμου εισοδήματός τους. Οι διασταυρούμενες ροές που ενώνουν τις δύο στήλες είναι διαδρομές εκατομμυρίων ατόμων που αλλάζουν θέση στην εισοδηματική κλίμακα, αποδεικνύοντας με τον πλέον δραματικό τρόπο τις ανακατατάξεις που προκαλεί η μεθοδολογική αυτή διόρθωση στον υπολογισμό του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι διαδρομές αυτές ποσοτικοποιούνται στο δεύτερο διάγραμμα (heatmap) που έρχεται να βάλει τάξη σε αυτό το χάος, επιτρέποντάς μας να εξετάσουμε κάθε μετακίνηση ξεχωριστά.
- Η διαγώνιος που διατρέχει το γράφημα από κάτω αριστερά προς τα πάνω δεξιά είναι η "ραχοκοκαλιά της σταθερότητας": σε αυτήν βρίσκονται όσα άτομα παρέμειναν στο ίδιο δεκατημόριο και στις δύο μετρήσεις.
- Όλα τα κελιά πάνω από τη διαγώνιο αντιπροσωπεύουν την ανοδική κινητικότητα: πρόκειται για τα άτομα (όπως το Νοικοκυριό Β του παραδείγματός μας) που η πραγματική τους οικονομική κατάσταση είναι καλύτερη από ό,τι φαινόταν αρχικά.
- Όλα τα κελιά κάτω από τη διαγώνιο αντιπροσωπεύουν την καθοδική κινητικότητα: εδώ βρίσκονται τα άτομα (όπως το Νοικοκυριό Α) που το υψηλό συνολικό τους εισόδημα δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχα υψηλό σχετικό βιοτικό επίπεδο.
Το χρώμα κάθε κελιού αποκαλύπτει το πλήθος των ανθρώπων σε κάθε διαδρομή, επιτρέποντάς μας να εντοπίσουμε τις μεγαλύτερες ομάδες που κερδίζουν ή χάνουν θέσεις σε αυτή την ανακατάταξη.
Στο Γράφημα 2, έχουν επισημανθεί τρία ενδεικτικά παραδείγματα που βοηθούν στην ανάγνωσή του. Συγκεκριμένα:
- Παράδειγμα 1 (Άνοδος): Παρατηρούμε τη μετακίνηση 33 χιλιάδων ατόμων από το τρίτο δεκατημόριο (D3), όπου κατατάσσονταν βάσει του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού τους, στο όγδοο δεκατημόριο (D8) της κλίμακας του ισοδύναμου εισοδήματος. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση εντυπωσιακής ανόδου, όπου η πραγματική αγοραστική δύναμη των ατόμων είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι υποδείκνυε η αρχική, απλοϊκή μέτρηση. Τέτοιο άλμα τεσσάρων δεκατημορίων αναδεικνύει την "κρυφή" οικονομική ευχέρεια νοικοκυριών (συνήθως μονομελών ή ζευγαριών χωρίς παιδιά), όπου ένα φαινομενικά μέτριο συνολικό εισόδημα εξασφαλίζει τελικά ένα πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.
- Παράδειγμα 2 (Στασιμότητα): Το κελί αυτό βρίσκεται πάνω στη διαγώνιο και δείχνει ότι 349 χιλιάδες άτομα παρέμειναν σταθερά στο ένατο δεκατημόριο (D9) και στις δύο μετρήσεις. Αυτές οι περιπτώσεις σταθερότητας συνήθως αφορούν άτομα σε νοικοκυριά των οποίων η σύνθεση (π.χ. μέγεθος, ηλικίες μελών) είναι κοντά στον μέσο όρο για το συγκεκριμένο εισοδηματικό επίπεδο, με αποτέλεσμα η μεθοδολογική προσαρμογή να μην επιφέρει σημαντική αλλαγή στην κατάταξή τους.
- Παράδειγμα 3 (Κάθοδος): Εδώ βλέπουμε 21 χιλιάδες άτομα να υποχωρούν από το όγδοο δεκατημόριο (D8) του συνολικού εισοδήματος στο τρίτο δεκατημόριο (D3) του ισοδύναμου. Αυτή η κατακόρυφη πτώση είναι τυπικό παράδειγμα νοικοκυριών (π.χ. πολύτεκνες οικογένειες, μη εργαζόμενα μέλη κλπ.) όπου ένα ονομαστικά υψηλό εισόδημα δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των μελών του, οδηγώντας σε χαμηλότερο πραγματικό βιοτικό επίπεδο και, κατά συνέπεια, σε πτώση στην εισοδηματική κλίμακα.
Είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί σε ερμηνείες, ακόμα και με αυτά τα στατιστικά, καθώς οι περιπτώσεις απόκρυψης εισοδημάτων ή υποδήλωσης αυτών επηρεάζει σημαντικά την αποτύπωση κατάταξης του πληθυσμού στα εισοδηματικά στρώματα. Ελπίζω ότι το παρόν άρθρο θα αποτελέσει έναυσμα για να είμαστε όλοι πιο επιφυλακτικοί και διερευνητικοί όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με απλοϊκές συγκρίσεις και όταν γινόμαστε ακροατές δημόσιων διαλόγων περί π.χ. «ορισμού της μεσαίας τάξης», «εισοδηματικής δικαιοσύνης», «κριτηρίων απόδοσης κοινωνικών παροχών», κλπ.
* Ο Γιάννης Πετρόχειλος-Ανδριανός είναι οικονομολόγος, Διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρετεί στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο είναι αυστηρά προσωπικές και δεν απηχούν απαραίτητα θέσεις οποιουδήποτε δημόσιου φορέα