Το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν, κατά τη γνώμη μου, πολλοί από όσους προσπαθούν να καταλάβουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ο πόλεμος του Ισραήλ κατά της Χαμάς και του Ιράν, είναι ότι βλέπουν τον πόλεμο αυτό μέσα από το δικό τους ξεχωριστό ιδεολογικό πλαίσιο και χωρίς να εξετάζουν το ιστορικό υπόβαθρο της διαμάχης στην περιοχή.
Αυτό είναι λάθος. Προκειμένου να αντιληφθούν τόσο τον λόγο που η Χαμάς προκάλεσε τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου 2023 όσο και τον λόγο που το Ισραήλ έχει προχωρήσει πλέον στην επίθεση κατά του Ιράν, θα πρέπει να μελετήσουν βαθιά τις ιστορικές ανακατατάξεις στην περιοχή, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και σήμερα.
Εάν όμως δεν έχουν τον χρόνο να το κάνουν, μπορούν με ευκολία να βρουν στοιχεία για την τελευταία 25ετία, τα οποία θα ξεδιαλύνουν εύκολα την επί τούτου δημιουργημένη “θολούρα”. Γιατί εάν το βλέμμα σου είναι θολό, είναι εύκολο από κάποιον “μάστορα” στην παραπληροφόρηση να σε καθοδηγήσει.
Το έτος 2000 αποτελεί μια από τις πιο κρίσιμες καμπές στην ιστορία της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στο Κάμπ Ντέιβιντ (είναι η θερινή κατοικία του εκάστοτε αμερικανού προέδρου) ανάμεσα στον πρόεδρο Κλίντον, τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Εχούντ Μπάρακ και τον ηγέτη της οργάνωσης “Φατάχ” των Παλαιστινίων Γιάσερ Αραφάρ, και οι επακόλουθες «Παράμετροι Κλίντον» που προέκυψαν, προσέφεραν στους Παλαιστίνιους την πιο χειροπιαστή ευκαιρία στη σύγχρονη ιστορία τους να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος. Στο κράτος αυτό, από εδαφικής άποψης, περιλαμβάνονταν σχεδόν όλα τα εδάφη που οι Παλαιστίνιοι διεκδικούσαν τότε.
Στο πλαίσιο ενός “ανατολίτικου παζαριού” ο Γιάσερ Αραφάτ αποφάσισε να απορρίψει την πρόταση, χωρίς να προτείνει εναλλακτική, αναμένοντας ίσως μία ακόμα καλύτερη από πλευράς ΗΠΑ και Ισραήλ. Η απόφασή του αυτή όχι μόνο διέλυσε αυτή την ιστορική ευκαιρία, αλλά οδήγησε σε δεκαετίες βίας, πολιτικής αστάθειας και ενίσχυσης των πιο αδιάλλακτων δυνάμεων μέσα στους Παλαιστίνιους. Με βάση το ιστορικό πλαίσιο και τις εξελίξεις που ακολούθησαν, η υπαναχώρηση του Αραφάτ το 2000 μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια «πολιτική αυτοκτονία» για τον παλαιστινιακό σκοπό.
Καλό θα ήταν να εξετάσουμε το πλαίσιο της εποχής:
Οι διαπραγματεύσεις του Κάμπ Ντέιβιντ, υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, αποτέλεσαν την κορύφωση της ειρηνευτικής διαδικασίας που ξεκίνησε με τις Συμφωνίες του Όσλο το 1993. Το Ισραήλ, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ, παρουσίασε μια πρόταση πρωτοφανή σε γενναιοδωρία προς τους Παλαιστινίους, πέντε μόλις χρόνια από την δολοφονία του ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν, ο οποίος είχε υπογράψει εκ μέρους του Ισραήλ τις συμφωνίες του Όσλο. Οι «Παράμετροι Κλίντον», που διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Κλίντον προς τους αντιπροσώπους του Ισραήλ και της Φατάχ στον Λευκό Οίκο στις 23 Δεκεμβρίου 200, προέβλεπαν τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους το οποίο θα κατείχε το 94% έως 96% της Δυτικής Όχθης και στο 100% της Λωρίδας της Γάζας, με ανταλλαγές ορισμένων εδαφών ώστε να διατηρηθούν κάποιοι ισραηλινοί οικισμοί. (Σημείωση: Οι εκτάσεις στις οποίες βρίσκονταν αυτοί οι ισραηλινοί οικισμοί στη Γάζα, τελικά παραδόθηκαν και αυτές στους Παλαιστινίους το 2005)
Επιπλέον, η πρόταση περιλάμβανε ρυθμίσεις για την Ιερουσαλήμ, με τον έλεγχο των παλαιστινιακών συνοικιών και των ιερών τόπων από τους Παλαιστίνιους, καθώς και μια συμβολική επιστροφή περιορισμένου αριθμού προσφύγων.
Αυτή η πρόταση, αν και δεν ικανοποιούσε πλήρως τις παλαιστινιακές φιλοδοξίες, ιδιαίτερα στο ζήτημα των προσφύγων, κάλυπτε τη συντριπτική πλειονότητα των εδαφικών τους διεκδικήσεων. Ο Μπαράκ, παρά την εσωτερική πολιτική πίεση από δεξιές και θρησκευτικές ομάδες στο Ισραήλ, είχε δεσμευτεί στη συμφωνία, αποδεικνύοντας τη βούλησή του να προχωρήσει σε συμβιβασμό. Μάλιστα, η αποχώρηση του στρατού του Ισραήλ από το Νότιο Λίβανο την ίδια χρονιά, παρά τις απώλειες από τη Χεζμπολάχ, ενίσχυσε την εικόνα ενός Ισραήλ που ήταν διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις για την ειρήνη.
Ωστόσο, ο Αραφάτ, πιστεύοντας ότι ο Κλίντον θα προσφέρει καλύτερους όρους ή ότι η διεθνής πίεση θα εξασθενούσε περαιτέρω το Ισραήλ, αποφάσισε να απορρίψει την πρόταση χωρίς να παρουσιάσει αντιπρόταση. Αυτή η απόφαση αποδείχθηκε καταστροφική.
Η απόρριψη των «Παραμέτρων Κλίντον» οδήγησε στην κατάρρευση των διαπραγματεύσεων και στην έκρηξη της Δεύτερης Ιντιφάντα (2000-2005), μια περίοδο έντονης βίας που κόστισε χιλιάδες ζωές και στις δύο πλευρές. Η Ιντιφάντα όχι μόνο διέλυσε την εμπιστοσύνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, αλλά ενίσχυσε τις πιο αδιάλλακτες φωνές. Στο Ισραήλ, η αποτυχία του Μπαράκ οδήγησε στην εκλογή του Αριέλ Σαρόν το 2001, ο οποίος υιοθέτησε πιο επιθετική στάση. Στην παλαιστινιακή πλευρά, η ηγεσία του Αραφάτ αποδυναμώθηκε, ανοίγοντας το δρόμο για την άνοδο της Χαμάς.
Η Χαμάς, που κέρδισε τις παλαιστινιακές εκλογές το 2006, μετά από πόλεμο δύο ετών κατά του Αμπάς και τις δωροδοκίες στελεχών του με χρήματα προερχόμενα από “άγνωστες” πηγές, απέρριψε τις προηγούμενες ειρηνευτικές συμφωνίες και υιοθέτησε μια πολιτική ένοπλης σύγκρουσης. Παρόλα αυτά, και παρά το ότι στην διακυβέρνηση του Ισραήλ ήταν ο Αριέλ Σαρόν, αποφασίστηκε η αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα το 2005. Αντί αυτό να οδηγήσει σε σταθερότητα, η Χαμάς ανέλαβε τον έλεγχο της περιοχής το 2007. Από τότε, η Γάζα έχει γίνει εστία συγκρούσεων, με περιοδικούς πολέμους (2008-9, 2012, 2014, 2023-24) που έχουν προκαλέσει τεράστιες ανθρωπιστικές κρίσεις και έχουν απομακρύνει ακόμη περισσότερο την προοπτική ειρήνης. Αν ο Αραφάτ είχε αποδεχτεί την πρόταση του 2000, είναι πιθανό ότι η Χαμάς δεν θα είχε αποκτήσει τέτοια ισχύ, και η παλαιστινιακή ηγεσία θα είχε τη βάση για να οικοδομήσει ένα λειτουργικό κράτος.
Η απόρριψη της συμφωνίας από τον Αραφάτ είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες όχι μόνο για τους Παλαιστίνιους, αλλά και για τη γεωπολιτική θέση του Ισραήλ. Το 2000, το Ισραήλ βρισκόταν σε ευάλωτη θέση, με την αποχώρηση από το Νότιο Λίβανο να ερμηνεύεται από τη Χεζμπολάχ ως νίκη. Ωστόσο, τα επόμενα 25 χρόνια, το Ισραήλ προσαρμόστηκε και ενίσχυσε τη θέση του:
Αρχικά, βελτίωσε τις δυνατότητές του στον υβριδικό πόλεμο, ανταποκρινόμενο στις τακτικές της Χεζμπολάχ και της Χαμάς. Επιχειρήσεις όπως η καταστροφή υπόγειων σηράγγων και η ανάπτυξη του Iron Dome το 2011 ενίσχυσαν την αμυντική του ικανότητα.
Επιπλέον, επένδυσε σε τεχνολογίες όπως ο κυβερνοπόλεμος, τα drones και η τεχνητή νοημοσύνη, προκειμένου να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα.
Τέλος, με τις Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020, το Ισραήλ ομαλοποίησε τις σχέσεις του με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και άλλες αραβικές χώρες, οι οποίες αντιλήφθηκαν ότι η Χαμάς είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την περιοχή.
Αντίθετα, οι Παλαιστίνιοι έχασαν τη διπλωματική τους δυναμική. Η απόρριψη της συμφωνίας του 2000, χωρίς εναλλακτική πρόταση, ενίσχυσε την εικόνα τους ως αδιάλλακτων, αποδυναμώνοντας τη διεθνή υποστήριξη που είχαν μέχρι τότε. Επιπλέον, η στροφή στη βία μέσω της Ιντιφάντα και η άνοδος της Χαμάς περιόρισαν τις επιλογές τους, οδηγώντας σε πολιτικό διχασμό μεταξύ Φατάχ και Χαμάς.
Η απόφαση του Αραφάτ να απορρίψει τις «Παραμέτρους Κλίντον» δεν ήταν απλώς μια χαμένη ευκαιρία, αλλά μια στρατηγική καταστροφή. Ένα παλαιστινιακό κράτος το 2000 θα μπορούσε να είχε θέσει τα θεμέλια για σταδιακή πρόοδο στα ζητήματα των προσφύγων και της Ιερουσαλήμ μέσω μελλοντικών διαπραγματεύσεων.
Αντ’ αυτού, η απόρριψη οδήγησε σε αδιέξοδο, ενίσχυσε τις σκληροπυρηνικές φωνές, και επέτρεψε στο Ισραήλ να εδραιώσει τη θέση του χωρίς να αντιμετωπίζει την ίδια πίεση για συμβιβασμό.
Επιπλέον, η διεθνής κοινότητα, που το 2000 υποστήριζε ενεργά την ειρηνευτική διαδικασία, θεωρεί πλέον τους Παλαιστινίους ως αναξιόπιστους συνομιλητές, με την αρνητική στάση των αραβικών κρατών απέναντί τους να ενισχύει την ορθότητα αυτής της θεώρησης.
Η απόρριψη των «Παραμέτρων Κλίντον» το 2000 από τον Γιάσερ Αραφάτ, αυτή η «πολιτική αυτοκτονία» παραμένει ένα οδυνηρό μάθημα για την αξία του συμβιβασμού και της στρατηγικής διορατικότητας σε στιγμές ιστορικής ευκαιρίας.
* Ο Ηλίας Ψυχογιός είναι Σύμβουλος Πληροφορικής
ilpsychogios@gmail.com