Ένα νέο, νεφελώδες τοπίο διαμορφώνεται για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, λόγω της ανακοίνωσης της δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ και των ενδεχόμενων αντίμετρων από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Αμερικής. Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι ηπιότερες, καθώς το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ είναι χαμηλό στο σύνολο των εξαγωγών, ενώ η συμμετοχή της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας παραμένει περιορισμένη.
Ωστόσο, η γενικευμένη αβεβαιότητα στις αγορές ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και να οδηγήσει στην εφαρμογή αυστηρότερων κριτηρίων και όρων χρηματοδότησης. Γνωστοί διεθνείς τραπεζικοί οίκοι εκτιμούν ότι, εάν δεν επιτευχθεί μία δίκαιη και ορθολογική αναδιαπραγμάτευση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ για το τελικό ύψος των δασμών τους προσεχείς μήνες, και συγκεκριμένα πριν από το τέλος της θερινής ραστώνης, τότε το διεθνές επενδυτικό κλίμα ενδέχεται να επιδεινωθεί σημαντικά, περιορίζοντας τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, ως έμπειρος επιχειρηματίας στον χώρο των ακινήτων, εφαρμόζει μια τεχνική διαπραγμάτευσης εμπνευσμένη από τον χώρο του real estate: ξεκινά κάθε διαπραγμάτευση με εξωπραγματικές απαιτήσεις και θέσεις επιθετικές έως και ακραίες. Κατόπιν, υποχωρεί ελαφρώς, εκφράζοντας διάθεση συμβιβασμού χωρίς να παρεκκλίνει από τον κεντρικό του στόχο. Συνήθως, επαναφέρει δυναμικά τις αρχικές απαιτήσεις σε μεταγενέστερο στάδιο, αποχωρώντας προσωρινά από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να ασκήσει πίεση στην αντίπαλη πλευρά. Η στρατηγική αυτή, συνδυασμένη με κατάλληλο συγχρονισμό επιστροφής, οδηγεί συχνά σε επιπλέον παραχωρήσεις την τελευταία στιγμή. Ο τελικός του στόχος δεν είναι απλώς η επίτευξη μιας συμφωνίας, αλλά ένα καθαρό πλεονέκτημα που θα αξιοποιηθεί και σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Έτσι, αν ο Trump ακολουθεί την ίδια στρατηγική και στο θέμα της επιβολής δασμών στην Ευρώπη, είναι σημαντικό να διερευνηθεί πώς θα μπορούσαν οι ελληνικές τράπεζες να αμβλύνουν, έστω εν μέρει, τις αρνητικές επιπτώσεις από μια μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων, έως ότου συναφθεί τελική συμφωνία.
Ο τραπεζικός τομέας καλείται να μετασχηματιστεί σε ισχυρό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, προσφέροντας την απαραίτητη ρευστότητα στις ΜΜΕ. Το 2024, η κερδοφορία των τραπεζών αυξήθηκε θεαματικά: το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έφτασε στο 2,6%, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (1,6%), ενώ η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (RoE) ανήλθε σε 12,2%, υπερβαίνοντας τις επιδόσεις πολλών ευρωπαϊκών ιδρυμάτων.
Οι ελληνικές τράπεζες συγκλίνουν πλέον με τις ευρωπαϊκές, διαθέτοντας δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της τάξης του 15,9% (CET1) και 19,7% (TCR). Η ρευστότητα βελτιώνεται σταθερά, χάρη στην αύξηση των εγχώριων καταθέσεων, την επέκταση δραστηριότητας στην Κύπρο και τις επιτυχημένες εκδόσεις ομολόγων στις διεθνείς αγορές.
Τα μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) μειώθηκαν εντυπωσιακά στο 3,8%, ενώ η χρηματοδότηση μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 17,4% στις αρχές του 2025, σημαντική επιτάχυνση σε σύγκριση με προηγούμενα έτη.
Για τη διατήρηση αυτής της δυναμικής, οι τράπεζες καλούνται να:
- Υιοθετήσουν πιο ευέλικτα κριτήρια αξιολόγησης πιστωτικού κινδύνου για τις ΜΜΕ.
- Παρέχουν ευνοϊκότερους όρους: περιόδους χάριτος, εποχική προσαρμογή και στήριξη βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων.
- Αξιοποιήσουν στο μέγιστο ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία για επενδύσεις σε ψηφιακή υγεία, εκπαίδευση, ενεργειακή μετάβαση, χρηματοοικονομική καινοτομία και κυκλική οικονομία.
Αναμφίβολα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ο πυρήνας της παραγωγικής Ελλάδας. Οι τράπεζες οφείλουν να ισορροπήσουν μεταξύ σύνεσης και τόλμης, χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις με όραμα και καινοτομία, ακόμη και αν αντιμετωπίζουν κεφαλαιακές προκλήσεις. Αυτή η μεταστροφή στη νοοτροπία είναι κρίσιμη: όχι απλώς δανεισμός, αλλά στρατηγική συνεργασία για βιώσιμη ανάπτυξη. Χωρίς αυτή την αλλαγή, η πραγματική οικονομία δεν θα μπορέσει να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Η ισχύς του ελληνικού τραπεζικού συστήματος προσφέρει σήμερα μια ιστορική ευκαιρία, και την αντίστοιχη ευθύνη, να εξελιχθεί σε μοχλό βιώσιμης και συμπεριληπτικής προόδου.
* Ο Νικόλαος Γεωργικόπουλος είναι επισκέπτης Καθηγητής Χρηματοοικονομικών (Stern Business School - NYU) - Πρόεδρος επιτροπής στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα - Επιστημονικός Σύμβουλος Ανάπτυξης & Επενδύσεων του Δήμου Πεντέλης