Ο Μέγας Πέτρος και οι Έλληνες

Η πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα έχει μεγάλη σημασία για τα ελληνικά πράγματα, διότι τότε αρχίζει να μορφοποιείται η ρωσική διείσδυση και επιρροή στα νότια Βαλκάνια και ειδικά στον ελλαδικό χώρο

Ρωσία Ελλάδα

Η πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα έχει μεγάλη σημασία για τα ελληνικά πράγματα, διότι τότε αρχίζει να μορφοποιείται η ρωσική διείσδυση και επιρροή στα νότια Βαλκάνια και ειδικά στον ελλαδικό χώρο. 

Παρά το γεγονός, ότι στις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) δεν είχε γίνει αποδεκτή η πρόταση της Ρωσίας, να ενεργεί αυτή ως προστάτιδα των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία καλλιεργούσε, από παλαιότερα, μια απελευθερωτική ιδεολογία βασισμένη στην ορθόδοξη πίστη, η οποία έβρισκε μεγάλη απήχηση στους υπόδουλους και δημιουργούσε το υπόβαθρο για εξεγερτικά κινήματα.

Οι Έλληνες έχοντας κακή πείρα από την εναλλαγή κυριαρχίας μεταξύ Οθωμανών και Βενετών, και ειδικά από την αδυναμία των τελευταίων να τους υπερασπισθούν έναντι των πρώτων, έστρεφαν τις ελπίδες τους προς τους ομόδοξους Ρώσους.

Αυτή η πολιτική τροπή δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τη Γαληνότατη. Ήδη από το 1579, έναν και πλέον αιώνα πριν τη δράση του Μεγάλου Πέτρου, ο πρεσβευτής της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, Σοράντζο, έγραφε στην κυβέρνηση του: «Ο Μέγας Δούξ των Μοσχοβιτών είναι εις τον Σουλτάνον σφόδρα επίφοβος, επειδή είναι Ορθόδοξος, όπως οι κατοικούντες την Βουλγαρίαν, την Σερβίαν, την Ελλάδα καί την Πελοπόννησο...Οι λαοί αυτοί θα ήσαν πρόθυμοι να λάβουν τα όπλα διά να απαλλαγούν από την τουρκικήν δεσποτείαν καί να τεθούν υπό την κυριαρχία του Μεγάλου Δουκός».

Αλλά και περιηγητές και ιστορικοί, όπως οι Γάλλοι, Ρικώ καί  Τουρνεφόρ, πριν την εποχή του Πέτρου Α΄, μνημόνευαν «...το σέβας το οποίον έτρεφαν οι υπόδουλοι Έλληνες προς τους Μοσχοβίτας». Αυτό το είχε καταγράψει και ο επίσης Γάλλος Γκιγιέ το 1679.

Από την πλευρά τους οι Οθωμανοί, φιλύποπτοι, δεν είχαν διστάσει να  στραγγαλίσουν ή να απαγχονίσουν τους πατριάρχες Παρθένιο Β΄(1651) και Παρθένιο Γ΄ (1659) με την κατηγορία, ότι διατηρούσαν μυστική αλληλογραφία με τους Τσάρους και ότι εξήγειραν τους Ρώσους και τούς Κοζάκους κατά της Πύλης.

Ήταν γεγονός, ότι Έλληνες κληρικοί επισκέπτονταν τη Μόσχα και ζητούσαν όχι μόνο ηθική και υλική υποστήριξη των Ελλήνων, αλλά επεμβάσεις για την απελευθέρωσή τους. 

Ο διάσημος την εποχή εκείνη Έλληνας ιεροκήρυκας, λόγιος και κατόπιν μητροπολίτης Γεράσιμος Βλάχος ο Κρής, έγραφε προς τον πατέρα του Μεγάλου Πέτρου, τσάρο Αλέξιο:

«Προς σε τον αήττητο και ευσεβή βασιλέα...παραινούμαι την κατά του των χριστιανών τυράννου μάχην....του την Ελλάδα βαρβαρώσαντος....το χρήσιμον της των Ελληνορωμαίων ελευθερίας...».

Ο Ρώσος ιστορικός Γκρ. Άρς, σημειώνει ότι οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν με αγάπη από το Μοσχοβίτικο κράτος. Η κοινή θρησκεία και η τοποθέτηση των Τσάρων της Μόσχας ότι ήταν διάδοχοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έβαζε τους Έλληνες σε ιδιαίτερη θέση σε σχέση με τους άλλους ξένους. 

Ακόμη, Έλληνες έμποροι, είχαν εγκατασταθεί από τον 17ο αιώνα σε πολλές πόλεις, με κέντρο τη Νέζιν στην Ουκρανία, όπου τους δόθηκαν και προνόμια το 1657. 

Έτσι γίνεται φανερό, ότι υπήρχε στενή επαφή και αμφίδρομη επικοινωνία των Ελλήνων με τούς ομοδόξους Ρώσους, πριν η Ρωσία διαμορφώσει την ανατολική πολιτική της.

Ακριβώς την εποχή του Πέτρου Α,΄ αρχίζουν να μορφοποιούνται και να αναδεικνύονται οι ρωσικές φιλοδοξίες κατά των Οθωμανών και με ενεργοποίηση του υπόδουλου ελληνικού στοιχείου.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι εικόνες εν είδει μεταλλίων του Μεγάλου Πέτρου, όπου αναφερόταν ως «Πετρος Α΄ Ρωσο-Γραικών Moνάρχης (Petrus Primus  Russograecorum Monarcha)» είχαν διοχετευθεί από Ρώσους πράκτορες, οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά, ή ήταν Έλληνες στην υπηρεσία της Ρωσίας, σε μεγάλα τμήματα του υπόδουλου ελληνισμού. Ακόμη, ο ίδιος σε σχετική προσφώνησή του στη Ρίγα, μίλησε θερμά για την Ελλάδα και κατέληξε ότι «...οι τέχνες και οι επιστήμες θα μείνουν για λίγο στη Ρωσία και μετά θα πάνε πάλι στην παλιά τους πατρίδα».

Ο Πέτρος υποστήριζε Έλληνες λόγιους, οι οποίοι κατέφευγαν στη Ρωσία και τους έδινε υψηλά αξιώματα. Ενδεικτικά, ο αρχίατρος του τσάρου, ο ιατρός της τσαρίνας, ο βιβλιοφύλακας της βιβλιοθήκης της Μόσχας, ο διπλωματικός διαπραγματευτής με τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Καντεμίρ, ήταν Έλληνες.   

Την ίδια εποχή μυστικοί απεσταλμένοι του τσάρου μοίραζαν επαναστατικές προκηρύξεις και στον ευρύτερο νοτιοβαλκανικό χώρο, με την υπογραφή του Πέτρου. Σε μία από αυτές πού διασώθηκε γραμμένη στα ελληνικά, απευθύνεται σε κάποιον μπέη της Βάρνας και χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«... Σου στέλνω ετούτο το παρόν γράμμα...εγώ ο Τζάρης της Μοσκοβίας και βασιλεύς της Ρωσίας, εσένα και πάντας τους πιστούς και πάντας τους μητροπολιτάδες όπου μας αγαπούν...και τους προεστούς των κλεπτών και τους καπιτάνους και τα άξια παλληκάρια ...και πάντας τους παπάδες και τους Σέρμπους καί τους Μποσνάκιδες καί πάντας εις το Μοναστήρι της Ρούμελης...καί τους Μοντενεγρίνους καί τους Γιαννιώταις.....Εις την ενότητα του Θεού, ας ενωθούμεν και ημείς, ας ζωσθούμε το σπαθί....

...δια την λύτρωσίν σας, εμπαίνω εις τα βάσανα και θέλω να με βοηθήσετε... Σας λυπούμαι να σας γλυτώσω από τα χέρια των ασεβών...να στήσω τους σταυρούς σας. Τέλος πάντων διά την πίστιν θέλετε πολεμήσει.....σας λυπούμαι πλειότερον παρά του λόγου μου καί έγραψα ετούτα τα λόγια και σας τα έστειλα».

1711, Μαρτίου 23                         ΤΖΑΡΗΣ ΤΗΣ  ΜΟΣΧΟΒΙΑΣ

Ακόμη, για την εκμετάλλευση του θρησκευτικού αισθήματος των Ελλήνων, είχαν κατασκευασθεί στη Ρωσία, με βάση παλαιότερα θρυλήματα, προφητείες για την απελευθέρωση του Ελληνικού Γένους, από το «ξανθό γένος».

Οι προφητείες αυτές κατέληξαν στις  «Προρρήσεις του Αγαθάγγελου», οι οποίες εκτυπωμένες σε φυλλάδια, στη Ρωσία, μοιράζονταν στον ελλαδικό χώρο, από Ρώσους πράκτορες. Μεταξύ αυτών υπήρξε και ο Πέτρος Τολστόι (πρόγονος του συγγραφέα), ο οποίος εφοδιασμένος με διπλωματική επιστολή του Μεγάλου Πέτρου (1710), ερχόταν σε μυστικές συνεννοήσεις με Έλληνες κληρικούς και προεστούς, μοιράζοντας δώρα και συλλέγοντας πληροφορίες, για τη γενική κατάσταση και τα μέσα άμυνας του Οθωμανικού Κράτους.

Σε διασωθείσες εκθέσεις του, διαβεβαίωνε τον τσάρο, ότι οι Οθωμανοί είχαν καταληφθεί από τρόμο, ενώ οι Έλληνες τον περίμεναν ως ελευθερωτή.
Όμως και οι επικεφαλής των εκκλησιών  δεν είχαν αρκεστεί μόνο σε μυστικές συνεννοήσεις με Ρώσους απεσταλμένους, αλλά είχαν και απ’ ευθείας επικοινωνία με τον Τσάρο.                                                                                                                   Σε σωζόμενη αλληλογραφία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου ( 1669-1707), προβάλλεται για πρώτη φορά σε τσάρο, ως αιτία πολέμου κατά των Οθωμανών, το ζήτημα της προστασίας των Αγίων Τόπων και της Ορθοδοξίας. 
Όλη αυτή η δραστηριότητα, είχε δημιουργήσει μεγάλο ενθουσιασμό στην Ελλάδα, τον οποίο γλαφυρά αποτυπώνει  σε μια στροφή του το δημοτικό τραγούδι:
«........όσο να΄ρθη ο Μόσκοβος
           ραγιάδες. ραγιάδες
           Να φέρει το σεφέρι
           Μωριά και Ρούμελη....»

Ευτυχώς, όμως, οι Έλληνες πληροφορήθηκαν την εισβολή του Πέτρου στη Μολδαβία, (Άνοιξη 1711) σχεδόν ταυτόχρονα με την ήττα του (Ιούλιος 1711) και έτσι δεν σημειώθηκαν ομαδικές επαναστατικές ενέργειες, πού θα τους στοίχιζαν πολύ ακριβά. 

Τελικά, όμως, αν και οι ελπίδες διαψευσθήκαν, οι βάσεις για τις προσδοκίες απελευθέρωσης με τη βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων, είχαν τεθεί.
Ο Μεγάλος Πέτρος  παρέμεινε για πολλές δεκαετίες ένας θρύλος με μυθικές διαστάσεις. 

Από το βιβλίο του Νικήτα Σίμου «Η Πορεία προς το Ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος του 1821 – 1832»

* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής


 

12 0 Bookmark