Η ανακοίνωση του προέδρου Τραμπ, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα άρουν τις κυρώσεις στη Συρία και θα εξετάσουν το ενδεχόμενο «εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δαμασκό», λίγο μετά τη συνάντηση στο Ριάντ με τον προσωρινό πρόεδρο της Συρίας, Ahmed Al-Sharaa, ξεπερνά κάθε προσδοκία.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης -που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της περιοδείας του προέδρου των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- ο Τραμπ φέρεται να παρουσίασε στον Al-Sharaa μια σειρά απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής των Συμφωνιών του Αβραάμ για την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, την απέλαση των παλαιστινιακών οργανώσεων, τη δέσμευση να αποτρέψει την αναβίωση του Ισλαμικού Κράτους στη χώρα και την ανάληψη από τη Δαμασκό της ευθύνης για τα κέντρα κράτησης των μαχητών του ISIS στη βορειοανατολική Συρία.
Η άρση των κυρώσεων στη χώρα της Μέσης Ανατολής, ενέργεια την οποία υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συμμετείχε τηλεοπτικά, είναι ένα σημείο καμπής για το οικονομικό μέλλον της Συρίας, η οποία προσπαθεί να ανακάμψει μετά από 14 χρόνια εμφύλιου πολέμου και διεθνούς απομόνωσης.
Ένα στοίχημα
Το τελευταίο διάστημα τα εμιράτα του Κόλπου, με την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, προτρέπουν τις δυτικές χώρες για άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Συρία από την εποχή Άσαντ. Οι χώρες του Κόλπου επιθυμούν την οικονομική ανασυγκρότηση της καθημαγμένης χώρας, η οποία θα επέτρεπε κάποια πολιτική σταθερότητα και μείωση του μουσουλμανικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος θεωρείται επικίνδυνος από πολλές αραβικές πρωτεύουσες.
Η ανατροπή πάντως είναι μεγάλη, και οι διπλωματικές πιέσεις των αραβικών κρατών αποδείχθηκαν εξαιρετικά επιτυχείς, καθώς μόλις πριν από έξι μήνες, ο Ahmad Al-Sharaa ήταν τζιχαντιστής με επικήρυξη $10 εκατ.
Η κίνηση της Ουάσιγκτον θα δώσει στον Sharaa τη δύναμη να εδραιώσει τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας του σε ένα κατακερματισμένο έθνος.
Ο ηγέτης της Συρίας και το κίνημα του Hayat Tahrir al Sham, οι οποίοι είχαν ήδη αρνηθεί όλους τους δεσμούς με την Al Qaida από το 2016, έχουν υποσχεθεί από την πλευρά τους, ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι συμπεριληπτική και ότι θα σέβεται όλα τα θρησκευτικά δόγματα και τις μειονότητες στη Συρία.
Μέχρι στιγμής, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν άρει ορισμένες κυρώσεις, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χορηγήσει εξαιρέσεις για το εμπόριο ανθρωπιστικών αγαθών, όπως και για την πληρωμή από το Κατάρ των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι ένα προκλητικό στοίχημα στο οποίο όλοι συμμετέχουν με κυριαρχούσα τη Σαουδική Αραβία.
Παράλληλα επιχειρηματικά σχέδια
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ριάντ, ο Τραμπ υπέγραψε αμυντικές και οικονομικές συμφωνίες με τον πρίγκιπα διάδοχο Mohammed bin Salman, επιβεβαιώνοντας τον ολοένα ισχυρότερο δεσμό μεταξύ ΗΠΑ και Σ. Αραβίας.
Οι συμφωνίες, δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, προβλέπουν επενδύσεις ύψους $600 δισ. από τη Σαουδική Αραβία στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης μιας αμυντικής εταιρικής σχέσης $142 δισ. που ο μεγιστάνας αποκάλεσε «τη μεγαλύτερη συμφωνία για την πώληση αμυντικών προϊόντων στην ιστορία». Ωστόσο, τα ποσά των δεσμεύσεων σύμφωνα με τους New York Times (13/5) είναι μικρότερα από τα ανακοινωθέντα και ενδεχομένως φθάνουν μέχρι το μισό του ανακοινωθέντος ποσού. Επίσης ορισμένα προγράμματα είχαν σχεδιασθεί από τη διοίκηση του Τζο Μπάιντεν.
Ο Τραμπ ήταν ο κύριος ομιλητής στο Επενδυτικό Φόρουμ ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας, όπου συμμετείχε μια μεγάλη αντιπροσωπεία επιχειρηματιών και διευθυνόντων συμβούλων, με παρούσες μερικές από τις κορυφαίες εταιρείες της Αμερικής, όπως οι παραγωγοί αμυντικών συστημάτων, Lockheed Martin, Northrop Grumman και Halliburton, έως τη Nvidia, τη μεγαλύτερη εταιρεία ημιαγωγών στον κόσμο και τον επενδυτικό γίγαντα BlackRock. Ο πρόεδρος της FIFA, ήταν επίσης παρών στην εκδήλωση καθώς η Σαουδική Αραβία σχεδιάζει να φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2034.
Παρόμοιες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στη Ντόχα και το Άμπου Ντάμπι, πρωτεύουσες οι οποίες, από κοινού με το Ριάντ, παίζουν μεγάλο ρόλο με διαμεσολαβήσεις στις πρωτοβουλίες για ειρήνευση της περιοχής. Θα μπορούσε να σημειωθεί, κατά το ABC News (12/5), ότι ο Οργανισμός Τραμπ δραστηριοποιείται με πολλά υπό εξέλιξη, όπως και πρόσφατα υπογραφέντα, έργα στον Κόλπο -οικιστικά, γήπεδα γκολφ, σύστημα ψηφιακών επενδύσεων. Ο γιος του προέδρου, Έρικ Τραμπ, δήλωσε προ μηνών, ότι ο Οργανισμός είχε προσλάβει εξωτερικό σύμβουλο δεοντολογίας, ώστε να αποφευχθούν ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων.
Ο Κόλπος παράγοντας σταθερότητας
Αν και στο επίκεντρο της περιοδείας ήταν μάλλον οικονομικοί στόχοι, ο Trump αναμένει κάτι περισσότερο από απλούς ελέγχους από τις χώρες του Κόλπου.
Από την αρχή της δεύτερης θητείας του, έχει αναγάγει τη Σαουδική Αραβία σε κορυφαίο διαμεσολαβητή, βασιζόμενος στο βασίλειο για συνομιλίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας και στη συνέχεια μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Μια καινοτομία για μια χώρα που ήταν πάντα μια δύναμη στην περιοχή, αλλά όχι έξω από αυτήν, και η οποία είναι ακόμη πιο ευπρόσδεκτη καθώς αντικατοπτρίζει τις φιλοδοξίες των αραβικών κρατών του Κόλπου, να κυβερνήσουν την περιοχή τους και να αποκτήσουν παγκόσμια πολιτική εμβέλεια.
Ο Τραμπ επαίνεσε τη νέα γενιά Αράβων ηγετών λέγοντας, ότι "ξεπερνούν παλιές συγκρούσεις" και οικοδομούν μια Μέση Ανατολή "εμπορίου και τεχνολογίας, όχι χάους και τρομοκρατίας".
Οι κυβερνήσεις Μπάιντεν και Ομπάμα είχαν επίσης βασιστεί στο Κατάρ και τα Εμιράτα για κάποιες διαμεσολαβήσεις, σημειώνεται όμως μια σοβαρή διαφοροποίηση, καθώς οι προκάτοχοί του Τραμπ δεν θα είχαν δεχθεί ένα Boeing 747-8 ως δώρο από το Κατάρ για την Air Force One, γεγονός το οποίο εξοργίζει τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ.
Στους ηγέτες του Κόλπου, ο Τραμπ προσφέρει λιγότερη ηθικολογία, περισσότερα όπλα και ένα άμεσο δίαυλο επικοινωνίας με το Οβάλ Γραφείο, που επιτρέπει έναν περισσότερο αξιόπιστο ρόλο των πρώτων στην περιφερειακή σταθεροποίηση.
Όλες αυτές οι εξελίξεις μπορούν μόνο, να ανησυχούν έναν άλλο βασικό εταίρο των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, το Ισραήλ. Τόσο πολύ που, με αυξανόμενο εκνευρισμό, κάποιοι από το επιτελείο του Νετανιάχου αναρωτιούνται, αν σε περιπτώσεις συγκρούσεων ή απειλής συμφερόντων στην περιοχή η Αμερική δεν θα στρεφόταν περισσότερο στο Ριαντ, παρά στην Ιερουσαλήμ.
Είναι σημαντικό ακόμη, ότι στον τρέχοντα χρόνο, το Ιράν, ο μεγάλος ηττημένος μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και την εκμηδένιση της Χεζμπολάχ, εμφανίζεται πρόθυμο να διαπραγματευτεί μια άρση των κυρώσεων από τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα τη διακοπή του εμπλουτισμού ουρανίου για δημιουργία πυρηνικού όπλου, καταστροφή των σχετικών αποθεμάτων και αποδοχή τακτών διεθνών ελέγχων. Φημολογείται, ότι η Τεχεράνη έχει αποστείλει σημείωμα με τις προτάσεις της στο γραφείο του Αμερικανού προέδρου.
Από το ταξίδι του Τραμπ στον Κόλπο, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Εμιράτα πέτυχαν σημαντικές συμβάσεις για την προμήθεια όπλων, όπως και διεθνή προβολή, την οποία επιθυμούσαν.
Το ίδιο ίσχυσε και για τον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος ωστόσο, απέφυγε τα διχαστικά ζητήματα. Δεν έκαμε καμία αναφορά στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Σ. Αραβίας και Ισραήλ, ούτε στο σχέδιό του «Ριβιέρας» για τη Γάζα, ενώ ήταν σαφής για το Ιράν, το οποίο «δεν θα έχει ποτέ πυρηνική βόμβα», αλλά χωρίς να απειληθεί στρατιωτική επέμβαση.
Επίσης, το τέλος των κυρώσεων στη Συρία του Al-Sharaa, μετά τη μεσολάβηση του πρίγκηπα διαδόχου του Σαουδικού βασιλείου Mohammed bin Salman, προσφέρει στον τελευταίο ιδιαίτερη αύξηση κύρους και την επιστροφή της Αραβικής επιρροής στη Δαμασκό.
Ωφελημένη από την όλη διαδικασία αναδεικνύεται και η Τουρκία με προβολή του ρόλου της ως ενισχύτριας της Σαουδικής πρότασης για άρση των κυρώσεων, που είχαν επιβληθεί στη Συρία. Ο εκεί αφανώς ρυθμιστικός ρόλος της Άγκυρας ενισχύεται, ειδικά μετά την αυτό-διάλυση του κουρδικού ΡΚΚ και την επακόλουθη αποδυνάμωση των κουρδικών θυλάκων στο συριακό έδαφος.
Η ενίσχυση του τουρκικού ρόλου στη Συρία ενοχλεί και το Ισραήλ, δεδομένης της επιφυλακτικής σχέσης του με την Άγκυρα. Η Ιερουσαλήμ απομονώνεται στο πλαίσιο του αντι-συριακού ρόλου της, τον οποίο της επιβάλει η ανάγκη να εξασφαλίσει την άμυνα στα βόρεια σύνορά του Ισραήλ με τη Συρία.
Ο Τραμπ «έφερε» όπλα, αλλά δεν έφερε περισσότερη ασφάλεια στην περιοχή, μέχρι στιγμής. Επιπλέον, ο αποτυχημένος αμερικανικός βομβαρδισμός των Χούθι στην Υεμένη εγείρει ερωτήματα, συμπεριλαμβανομένου του Κόλπου.
Τι θα συμβεί αύριο με το Ιράν; Είναι το βασικό ερώτημα που πλανιέται στον ορίζοντα της Μ. Ανατολής.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής