Στρέφω το βλέμμα μου στην αίθουσα ενός δημοτικού σχολείου στη Σέριφο. Εκεί όπου ένα παιδί μαθαίνει πως δεν πρέπει να πλένει τα χέρια του με αφθονία, αλλά με σεβασμό. Λίγο πιο πέρα, η εικόνα μιας γιαγιάς στη Νίσυρο παρασύρει τη σκέψη μου -εκείνης που μαγειρεύει πια με εμφιαλωμένο νερό, όχι από επιλογή, μα από ανάγκη.
Ύστερα, ο νους μου κυλά πίσω. Σε ιστορίες που μεγάλωσα: για πηγές που ανέβαιναν ως τα χείλη των βουνών, για ποτάμια που κυλούσαν ορμητικά σε κάμπους καταπράσινους, για γεωργούς με χέρια μεστά από χώμα που μιλούσαν στον ουρανό όπως ο θρήσκος στον Θεό του.
Μα σήμερα η γη σιωπά. Κι οι γεωργοί κοιτούν τον ουρανό όχι πια με πίστη, αλλά με προσμονή παγωμένη -όπως κοιτάς μιαν αγάπη που άργησε… ή δεν ήρθε ποτέ.
Η Θεσσαλία ξέχασε τη γεύση του ποταμιού. Η Αργολίδα μαθαίνει στα παιδιά της πως το νερό δεν είναι αυτονόητο, είναι υπόσχεση. Υπόσχεση που πρέπει να φυλάς όπως μια παλιά φωτογραφία -σαν κόρη οφθαλμού. Πίσω στην Αθήνα, οι σωλήνες τρίζουν. Στην επαρχία, οι αγρότες εγκαταλείπουν τη γη τους. Στα νησιά, οι υδροφόρες μεταφέρουν λύση εφήμερη, ενώ οι πισίνες γεμίζουν με βροχή… δανεική.
Το νερό λιγοστεύει. Και σταλάζει πια σαν μια υπενθύμιση, ότι μαζί με τις δεξαμενές, αδειάζει κι η πίστη πως το μέλλον θα ξεδιψάσει. Γιατί η λειψυδρία δεν είναι απλώς εποχή.
Είναι καθρέφτης. Είναι το είδωλο μιας κοινωνίας που κάποτε πίστεψε πως το νερό θα είναι αιώνιο -όπως στις βρύσες των χωριών, στα ποιήματα του Ελύτη, στα κάδρα της παιδικής μας μνήμης.
Η Ελλάδα διψά. Όχι μόνο για νερό, αλλά για πρόνοια. Για σχέδιο. Για φροντίδα. Για έναν διάλογο ανάμεσα στο παρελθόν της αφθονίας και το μέλλον της αντοχής.
Όπου άλλοτε κυλούσε αφθονία, τώρα κυλά το ερώτημα: Θα σκάψουμε στη ρίζα της δίψας, ή θα τη μακιγιάρουμε με περιστασιακές λύσεις;
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολυδιάστατη κρίση. Κλιματική αλλαγή, αυξανόμενη ζήτηση, φθαρμένες υποδομές. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό μόνο -είναι πολιτισμικό, υπαρξιακό. Και απαιτεί στόχευση, τεχνογνωσία, συνεργασία, και πάνω απ’ όλα, αλλαγή αντίληψης.
Υπάρχει όμως ελπίδα;
Υπάρχει.
Σε κάθε σταγόνα που σώζεται. Στους γεωπόνους που φυτεύουν με φειδώ. Στα νησιά που στρέφονται στον ήλιο για να δώσουν ζωή στην αφαλάτωση. Στις δημοτικές κοινότητες που συλλέγουν τα όμβρια σαν ιερά. Μα πάνω απ’ όλα — στα παιδιά που ζωγραφίζουν σύννεφα. Αν μάθουμε ξανά να τιμούμε το νερό ως ιερό, ίσως ξανατραγουδήσει αυτή η χώρα.
Όχι με τον θόρυβο των παλιών ποταμών, αλλά με τη σιγουριά ενός μέλλοντος που άκουσε την κρίση σαν ψίθυρο και έμαθε να ζει πιο σοφά. Όχι στη χώρα που κληρονομήσαμε. Αλλά σε εκείνη που επιλέξαμε να φροντίσουμε.
Ίσως -τελικά- να είναι αυτή η αρχή μιας νέας πατρίδας.
* Ο Γιώργος Κουμπαράκης είναι Chief Commercial Officer του Ομίλου ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ