Η κοινή δήλωση των μελών του ΝΑΤΟ, κατά την προ ημερών σύνοδο -η συντομότερη της τελευταίας δεκαετίας- περιέχει τη συλλογική δέσμευση των συμμάχων να δαπανήσουν έως και το 5% του εθνικού ΑΕΠ για την άμυνα, σύμφωνα με την προ μηνών δήλωση του Τραμπ, την οποία, εκείνη την εποχή, πολλοί θεωρούσαν ευφάνταστη και εντελώς μη ρεαλιστική.
Πέρα από τα αιτήματα της τελευταίας στιγμής για εξαίρεση (για πολύ διαφορετικούς εσωτερικούς λόγους) από την Ισπανία και τη Σλοβακία – τα οποία έχουν ενοχλήσει άλλους συμμάχους και ακόμη περισσότερο τον Αμερικανό πρόεδρο –επικράτησε η φόρμουλα «οι σύμμαχοι δεσμεύονται», αντί για «δεσμευόμαστε», που θα ήταν βασικά δεσμευτική και για την Ουάσιγκτον.
Επιφυλάξεις για Ουκρανία
Ενώ χαρακτήρισε τη συμφωνία του 5% «μεγάλη επιτυχία», ο Τραμπ δεν θέλησε να καθησυχάσει τους Ευρωπαίους για την άμυνα της Ουκρανίας. Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο απέρριψε στην πραγματικότητα τις εκκλήσεις της Ευρώπης για αυστηροποίηση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, λέγοντας, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να θέλουν «χώρο για να διαπραγματευτούν» μια ειρηνευτική συμφωνία.
«Αν κάναμε αυτό που όλοι εδώ θέλουν να κάνουμε, δηλαδή να παρέμβουμε και να τους συντρίψουμε με περισσότερες κυρώσεις, πιθανότατα θα χάναμε τη δυνατότητα να τους μιλήσουμε για την κατάπαυση του πυρός και στη συνέχεια, ποιος θα τους μιλούσε;» δήλωσε ο Ρούμπιο σε αποκλειστική συνέντευξη στην Ντάσα Μπερνς του Politico, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής.
Παρ 'όλα αυτά, ο Τραμπ δεν έχει κλείσει την πόρτα στο Κίεβο.
Ο Ρούμπιο είπε, ότι οι Ρώσοι «θα προσπαθήσουν να επιτύχουν στο πεδίο, αυτό που ζήτησαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δηλ. η κατάληψη ορισμένων εδαφών να επεκταθεί στις αντίστοιχες διοικητικές τους περιφέρειες», για να προσθέσει «Πιστεύουμε, ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολο για αυτούς να το επιτύχουν από ό,τι νομίζουν».
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλη την πειθώ τους για να συμπεριλάβουν την Ουκρανία στην τελική δήλωση, με το σκεπτικό, ότι οι Ουκρανοί πολεμούν εναντίον της Ρωσίας «συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια της Συμμαχίας». Η Ουκρανία αναφέρεται στο ανακοινωθέν μέσω της οικονομικής υποστήριξης που της παρέχεται, και η οποία μπορεί να «ληφθεί υπόψη» στον υπολογισμό του 5% που θα διατεθεί για την άμυνα.
Επιπλέον, στην τελική διακήρυξη της Συνόδου Κορυφής, οι σύμμαχοι επαναβεβαιώνουν «την κυρίαρχη δέσμευσή τους να παράσχουν υποστήριξη στην Ουκρανία», αλλά οποιαδήποτε αναφορά στη μελλοντική είσοδο του Κιέβου στη Συμμαχία αποκλείεται από το έγγραφο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη πέρυσι στην Ουάσιγκτον, όπου καθιερώθηκε η αρχή της «μη αναστρέψιμης πορείας».
Δεν υπήρξε καταδίκη για τη Ρωσία
Το 2024, το ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής της Ουάσιγκτον περιέγραψε τη Ρωσία ως την «πιο σημαντική απειλή».
Το 2025, μια τέτοια γλώσσα δεν είναι πλέον κατάλληλη.
Η Ουάσιγκτον είχε αντιταχθεί στον χαρακτηρισμό της Ρωσίας ως «εχθρού», ενώ οι σύμμαχοι δηλώνουν «ενωμένοι μπροστά στις βαθιές απειλές και προκλήσεις για την ασφάλεια, ιδιαίτερα τη μακροπρόθεσμη απειλή που θέτει η Ρωσία για την ευρωατλαντική ασφάλεια, και την επίμονη απειλή της τρομοκρατίας». Αλλά όπως αναμενόταν ευρέως, η δήλωση δεν περιλαμβάνει σαφή ορισμό της ρωσικής εισβολής ως «επιθετικού πολέμου».
Το παράδοξο είναι, ότι η Σύνοδος Κορυφής, με την οποία η συμμαχία αποφάσισε να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, αρνείται να υποδείξει σε ποιον εχθρό καλείται να αντιταχθεί.
Η «λύση του 5%» αντιπροσωπεύει μια επιτυχία για τον Γενικό Γραμματέα Μαρκ Ρούτε, ο οποίος κατάφερε να τετραγωνίσει τον κύκλο για να ικανοποιήσει τον Αμερικανό πρόεδρο, καλύπτοντας παράλληλα τις ανάγκες διαφόρων Ευρωπαίων συμμάχων. Η επιδέξια κατανομή μεταξύ 3,5% για τις «βασικές» στρατιωτικές δυνατότητες (συμπεριλαμβανομένης, πιθανώς, της διμερούς βοήθειας προς την Ουκρανία) και 1,5% για τις «παρακείμενες» δυνατότητες (υποδομές και ανθεκτικότητα, κυβερνοχώρος και καταπολέμηση της τρομοκρατίας) αφήνει κάποια ευελιξία στην εθνική κατανομή των πόρων. Και αν η προθεσμία για την επίτευξη του στόχου θα είναι πραγματικά το 2035 –και όχι το 2032 που είχε αρχικά προβλεφθεί – η ευελιξία θα επεκταθεί επίσης στο χρονοδιάγραμμα για την κατανομή της αύξησης των προϋπολογισμών σε αρκετά χρόνια (δέκα, όπως στην περίπτωση της προηγούμενης αμυντικής δέσμευσης του 2%, το 2014).
Η κύρια πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, έγκειται ακριβώς στην κατανόηση σε ποια χρονικά στάδια και με ποιες μορφές μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η αποδέσμευση της Αμερικής και με ποιες συνέπειες για την ασφάλεια της ηπείρου.
Φαίνεται, ότι ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους και οι Σκανδιναβοί συνάδελφοί του προέτρεψαν την Ουάσιγκτον, να προετοιμάσει και να παρουσιάσει στους συμμάχους ένα γενικό σχέδιο από αυτή την άποψη. Είναι ζωτικό για τους Ευρωπαίους να γνωρίζουν, πώς και πόσο θα ήταν διατεθειμένες οι ΗΠΑ να επένδυαν στην Ευρώπη για να μετριάσουν τις πιθανές συνέπειες της απεμπλοκής τους –όχι τόσο από την άποψη των ανεπτυγμένων δυνάμεων τους (οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαθέτουν πάνω από 100.000 προσωπικό στην ήπειρο, 20.000 από το οποίο σταθμεύουν στις χώρες οι οποίες βρίσκονται εγγύτερα στη ζώνη της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης), αλλά κυρίως όσον αφορά τις δυνατότητες των “στρατηγικών καταλυτών”, όπως πχ δορυφόροι επικοινωνιών και πληροφοριών για την αντιπυραυλική άμυνα, οι οποίες είναι πολύ δυσκολότερο και δαπανηρό να (ανα)συσταθούν.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, πώς σκοπεύουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να τοποθετηθούν σε σχέση με την προοπτική μιας αμερικανικής απεμπλοκής, η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει ενδεχομένως από τον προσεχή Σεπτέμβριο, με τη μείωση της βοήθειας (κυρίως οικονομικής) προς την Ουκρανία, την περιθωριοποίηση των Ευρωπαίων από τη διπλωματία της Μέσης Ανατολής, και από τις επαφές με τον Πούτιν.
Προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν σημαντικό για τους Ευρωπαίους να διατηρήσουν την εμπειρία της αποτροπής και της διαλειτουργικότητας του ΝΑΤΟ, αναπτύσσοντας παράλληλα εσωτερικά, μέσω της ΕΕ, τις δικές τους συλλογικές στρατιωτικές δυνατότητες και την απαραίτητη πολιτική και στρατηγική συνοχή, ώστε να καλύψουν το κενό της δυνητικής απουσίας της Ουάσιγκτον.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής