Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, έχει αναδειχθεί σε μια από τις πιο πολωτικές φιγούρες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, ιδιαίτερα μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη το 2023, που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους.
Η ρητορική της, με το ύφος εισαγγελέα, και οι κατηγορίες για συγκάλυψη όχι μόνο προς την κυβέρνηση αλλά προς οποιονδήποτε δεν ενεστερνίζεται τυφλά τη δική της άποψη, έχει προσελκύσει τόσο υποστηρικτές όσο και επικριτές. Τους μεν επειδή, όπως και παλαιότερα, τους αρέσει που “τα λέει καλά” και τους δε γιατί δεν αρέσκονται στην υπερβολή του λόγου, η οποία τόσο κακό έχει κάνει κατά το παρελθόν στην πατρίδα μας.
Η ίδια έχει τοποθετηθεί με σφοδρότητα αναφορικά με το δυστύχημα στα Τέμπη, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιδίδεται σε συστηματική συγκάλυψη των ευθυνών. Κατηγορεί την κυβέρνηση ότι εμπόδισε την πρόσβαση των βουλευτών σε κρίσιμα στοιχεία της δικογραφίας, αφήνοντας υπονοούμενα για τον πρωτότυπο δίσκο με τα στοιχεία, καθώς και ότι τα βίντεο, που δείχνουν την εμπορική αμαξοστοιχία το μοιραίο βράδυ, ήταν τροποποιημένα. Σημειωτέον ότι η γνησιότητα των βίντεο έχει πιστοποιηθεί από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας.
Έχει επίσης αφήσει σαφή υπονοούμενα, χωρίς να το πει ευθέως, ότι η εμπορική αμαξοστοιχία μετέφερε παράνομο φορτίο, το οποίο προκάλεσε την πυρκαγιά που οδήγησε στον θάνατο όσων επέζησαν της σύγκρουσης. Επιπλέον, έχει κατηγορήσει πρωθυπουργό και υπουργούς για άμεση εμπλοκή στην απόκρυψη της αλήθειας, ενώ έχει χαρακτηρίσει την κυβέρνηση ως «καθεστώς» που χρησιμοποιεί παρακρατικές μεθόδους.
Παρότι ακραία και συναισθηματικά φορτισμένη, η ρητορική της Ζωής Κωνσταντοπούλου είναι ελκυστική προς ορισμένους, οι οποίοι αισθάνονται απογοητευμένοι από το πολιτικό σύστημα. Παραταύτα όμως, η συγκεκριμένη μάζα των πολιτών δεν μπορεί να της εξασφαλίσει ευρεία πολιτική νίκη για διάφορους λόγους.
Πρώτον, η ένταση και ο πολωτικός χαρακτήρας των δηλώσεών της, που συχνά περιλαμβάνουν κατηγορίες για «φίμωση» ή «παραβίαση της Δημοκρατίας», τείνουν να αποξενώνουν μετριοπαθείς ψηφοφόρους. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία αναζητά σταθερότητα μετά την ταραχώδη δεκαετία των μνημονίων, η ακραία ρητορική μπορεί να εκληφθεί ως διχαστική και μη εποικοδομητική.
Δεύτερον, η στρατηγική της Κωνσταντοπούλου βασίζεται σε μια αφήγηση που παρουσιάζει τον λαό ως αδικημένο απέναντι σε μια διεφθαρμένη ελίτ. Αν και αυτό το αφήγημα είχε απήχηση κατά την κορύφωση της οικονομικής κρίσης, σήμερα φαίνεται λιγότερο πειστικό. Οι Έλληνες, έχοντας βιώσει τις συνέπειες της κρίσης, τείνουν να προτιμούν πρακτικές λύσεις και πολιτικές που υπόσχονται ανάπτυξη και σταθερότητα, αντί για συνθήματα που αναπαράγουν την οργή του παρελθόντος. Η γενικόλογη ρητορική της Πλεύσης Ελευθερίας, που αποφεύγει σαφείς πρακτικές αναφορές, δεν προσφέρει συγκεκριμένες προτάσεις που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας.
Τα ανωτέρω, όμως, αφορούν τους ιδιάζοντες “εσωτερικούς” λόγους για τους οποίους η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν μπορεί να «ακουμπήσει» πολιτικά μεγαλύτερο κοινό από αυτό που ήδη έχει. Ένας ακόμη, βασικός όμως λόγος, που δεν είναι ικανός να την οδηγήσει σε ευρεία πολιτική νίκη είναι η δεξιά στροφή της ελληνικής κοινωνίας μετά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019). Η περίοδος των μνημονίων και η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που αρχικά υποσχέθηκε ρήξη με το κατεστημένο, αλλά κατέληξε να εφαρμόσει αυστηρά μνημονιακά μέτρα, δημιούργησε απογοήτευση στους ψηφοφόρους. Η Νέα Δημοκρατία εκμεταλλεύτηκε αυτή την απογοήτευση, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως δύναμη σταθερότητας και οικονομικής ανάκαμψης. Το γεγονός ότι από το 2019 έως σήμερα η οικονομία της χώρας έχει βελτιωθεί αισθητά, η εικόνα της διεθνούς αποδοχής μετά την περίοδο της διεθνούς απαξίωσης, ο επανεξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων, η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και της απόπειρας τουρκικής εισβολής στον Έβρο το 2020, έχουν προσδώσει αξιοπιστία στον Κυριάκο Μητσοτάκη έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.
Συνέπεια αυτού είναι, από το 2019, η ΝΔ να κυριαρχεί στις εκλογές, ενώ τα αριστερά κόμματα να έχουν χάσει σημαντικό έδαφος. Αυτή η στροφή δεν είναι μοναδικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά αντικατοπτρίζει ευρύτερες τάσεις στη Δύση, όπου οι πολίτες, κουρασμένοι από κρίσεις, προτιμούν συντηρητικές ή κεντροδεξιές κυβερνήσεις που υπόσχονται ασφάλεια και ευημερία.
Η Κωνσταντοπούλου, με το έντονο αριστερό παρελθόν της ως πρώην στέλεχος και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ως πρόεδρος της Βουλής το 2015, φέρει τμήμα από το βάρος αυτής της απογοήτευσης. Η θητεία της συνδέθηκε με την πιο πολωτική περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας. Παρά την αποχώρησή της από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη δημιουργία της Πλεύσης Ελευθερίας, η οποία αποφεύγει σαφείς ιδεολογικές ταμπέλες με το σύνθημα «ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά, μόνο μπροστά», η εικόνα της παραμένει συνδεδεμένη με την αριστερή ρητορική της κρίσης. Αυτό την καθιστά λιγότερο ελκυστική για το ευρύτερο εκλογικό σώμα, το οποίο έχει στραφεί προς πιο συντηρητικές επιλογές.
Επιπλέον, η ακραία ρητορική της, περιορίζει την απήχησή της σε ένα κοινό που ήδη συμμερίζεται αριστερές ή αντισυστημικές απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό πως λαμβάνει επαίνους από το πολιτικό της κοινό για την επιμονή της στη διεκδίκηση δικαιοσύνης για τα Τέμπη, ενώ λαμβάνει ισόποσες αν όχι περισσότερες κατηγορίες για λαϊκισμό και υπερβολή από το αντίθετο κοινό. Αυτή η διχογνωμία υποδεικνύει ότι η ρητορική της, αν και κινητοποιεί ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, αποτυγχάνει να προσελκύσει το ευρύτερο κοινό που απαιτείται για μια σημαντική πολιτική νίκη.
Η εργαλειοποίηση
Το ύφος της Ζωής Κωνσταντοπούλου και ο κατά πάντων καταγγελτικός λόγος της δεν αποτελούν απλώς έκφραση οργής ή πεποίθησης, αλλά στρατηγική εργαλειοποίηση για τη διατήρηση της πολιτικής της παρουσίας. Ως επικεφαλής ενός μικρού κόμματος, βασίζεται στην ένταση και την πόλωση για να παραμένει ορατή σε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό τοπίο.
Οι κατηγορίες της για συγκάλυψη και «φίμωση της Δημοκρατίας» τροφοδοτούν τη δημοσιότητα, προσελκύοντας την προσοχή των μέσων ενημέρωσης και ενός πολύ συγκεκριμένου, αλλά πεπερασμένου σε αριθμό ακροατηρίου.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική έχει σαφή όρια. Ο καταγγελτικός λόγος, που συχνά περιλαμβάνει υπερβολικές ή ασαφείς κατηγορίες, περιορίζει την αξιοπιστία της στα μάτια των μετριοπαθών ψηφοφόρων. Επιπλέον, η έλλειψη συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων πέρα από τις καταγγελίες, αποτυγχάνει να προσφέρει απτές λύσεις στα προβλήματα των πολιτών. Αυτή η μονοθεματικότητα της αντιπολίτευσης την οποία ασκεί, είναι ο ακριβής αντικατοπτρισμός της ρήσης “αν το μόνο εργαλείο που έχεις είναι ένα σφυρί, τείνεις να βλέπεις όλα τα προβλήματα ως πρόκες”.
* Ο Ηλίας Ψυχογιός είναι Σύμβουλος Πληροφορικής
ilpsychogios@gmail.com