Νέα εποχή;
«Η πρώτη μου προτεραιότητα θα είναι να ενισχύσω την Ευρώπη το συντομότερο δυνατόν, έτσι ώστε, βήμα προς βήμα, να μπορέσουμε πραγματικά να επιτύχουμε την ανεξαρτησία μας από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ο Friedrich Merz, ηγέτης του συντηρητικού CDU/CSU, δεν περίμενε τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών για να καταστήσει σαφές, ότι η Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια νέα εποχή.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου αργά το βράδυ της Κυριακής, καθώς η καταμέτρηση επιβεβαίωσε τη νίκη του κόμματός του, ο επίδοξος καγκελάριος έβαλε την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ στο ίδιο επίπεδο με τη Ρωσία και επέκρινε ρητά τις «παρεμβάσεις» των Ηνωμένων Πολιτειών στην προεκλογική εκστρατεία, αποκαλώντας τις «όχι λιγότερο δραματικές και δραστικές και τελικά εξωφρενικές, από τις παρεμβάσεις που έχουμε δει από τη Μόσχα».
Ο Merz υπαινίχθηκε, ότι η δέσμευση για την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου είναι τόσο επείγουσα, που δεν είναι βέβαιο εάν οι ηγέτες της διατλαντικής συμμαχίας στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου «θα συνεχίσουν να μιλούν για το ΝΑΤΟ στην τρέχουσα μορφή του, ή αν θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αμυντική ικανότητα», ταχύτατα.
«Ποτέ δεν πίστευα, ότι θα έπρεπε να πω κάτι τέτοιο στην τηλεόραση. Αλλά μετά τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, είναι σαφές ότι οι Αμερικανοί – τουλάχιστον εκείνοι σε αυτή την κυβέρνηση – είναι σε μεγάλο βαθμό αδιάφοροι για την τύχη της Ευρώπης», δήλωσε ο συντηρητικός ηγέτης, ο οποίος θα πρέπει τώρα να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης, η οποία θα αποκαταστήσει τη Γερμανία διεθνώς και θα καθησυχάσει τους πολίτες για τα θέματα της μετανάστευσης και της οικονομίας.
Το AfD και η Αριστερά κέρδισαν τις εντυπώσεις
Στις πιο κρίσιμες εκλογές στην ιστορία της Γερμανίας μετά την επανένωση, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), το κεντροδεξιό κόμμα υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Μερτς, συμμαχώντας με το βαυαρικό αδελφό κόμμα της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) κερδίζει, αλλά δεν κερδίζει συντριπτικά, και δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει μόνο του.
Το Alternative für Deutschland (AfD), ένας ευρωσκεπτικιστικός ακροδεξιός σχηματισμός, υπό την ηγεσία της Άλις Βάιντελ, διπλασίασε τις προτιμήσεις του στο εκλογικό σώμα φθάνοντας το 20% – το καλύτερο μέχρι τώρα αποτέλεσμα του κόμματος – και έγινε η δεύτερη πολιτική δύναμη στη Γερμανία, με μεγάλες φιλοδοξίες για τις επόμενες εκλογές.
Αντίθετα, το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), του απερχόμενου καγκελάριου Όλαφ Σολτς, κατέρρευσε στο 16%, επιτυγχάνοντας το χειρότερο αποτέλεσμά του από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Πράσινοι έχασαν και σταματούν στο 11%, ενώ το Die Linke, το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιβεβαιώνεται ως η έκπληξη αυτών των εκλογών, λαμβάνοντας πάνω από το 8% των προτιμήσεων. Ένα απροσδόκητο και υψηλότερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, το οποίο αποδίδεται από πολλούς στη νέα ηγεσία του κόμματος.
Το Die Linke νίκησε επίσης στον ανταγωνισμό με το BSW, μια αριστερή παραφυάδα του, που ιδρύθηκε από την απερχόμενη Sahra Wagenknecht, το οποίο, αφού δεν ξεπέρασε το όριο του 5%, δεν εισέρχεται στην Bundestag.
Επίσης, τιμωρήθηκε από τους ψηφοφόρους το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Σολτς, λαμβάνοντας λίγο περισσότερο από το 4% και ως εκ τούτου δεν θα εκλέξει βουλευτές.
Προς τον μεγάλο συνασπισμό
Τα παραδοσιακά κόμματα τα πήγαν χειρότερα από το αναμενόμενο. Το CDU/CSU συγκεντρώνει το δεύτερο χαμηλότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του και μόλις τέσσερις μονάδες περισσότερο από το χειρότερο αποτέλεσμα του 2021, ενώ η κατάρρευση του SPD, που ποτέ δεν ήταν τόσο πίσω τα τελευταία 76 χρόνια, είναι ενδεικτική μιας μεγάλης αναταραχής του εκλογικού σώματος μετά τις πολιτικές του προηγούμενου τρικομματικού συνασπισμού, υπό την ηγεσία του Όλαφ Σολτς.
Η αναταραχή αυτή ήταν τόσο ισχυρή, μέχρι του σημείου να στερήσει από τους φιλελεύθερους την είσοδο στην Bundestag και να αναγκάσει τον αρχηγό τους Charles Lindner να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική. Το ίδιο, αν και σε μικρότερη κλίμακα ίσχυσε και για τους Πράσινους.
Ο προηγούμενος τριμερής κυβερνητικός συνασπισμός τιμωρήθηκε αυστηρά από τους εκλογείς.
Με βάση τις τρέχουσες εκτιμήσεις, η Συμμαχία CDU/CSU (Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας) κατάφερε να εκλέξει 208 βουλευτές, πολύ λιγότερους από την απαιτούμενη για αυτοδυναμία πλειοψηφία των 316 εδρών, επί συνόλου 630 βουλευτών.
Ως εκ τούτου, το κόμμα υπό την ηγεσία του Μερτς θα πρέπει να σχηματίσει συνασπισμό για να κυβερνήσει, αλλά - τουλάχιστον στα χαρτιά - δεν διαφαίνεται «παζλ συνασπισμού», καθώς οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες, SPD, είναι ένα δίδυμο το οποίο έχει ήδη εμπειρία από τις συγκυβερνήσεις της εποχής Μέρκελ. Ο συνασπισμός αυτός επιτυγχάνει πλειοψηφία 328 βουλευτών.
Καθοριστικός, για το σενάριο αυτό, υπήρξε ο αποκλεισμός των Φιλελεύθερων και του BSW, οι οποίοι παρέμειναν εκτός κοινοβουλίου, με ποσοστά κάτω του 5%.
Ο συνασπισμός των δυο, CDU/CSU και SPD είναι πολιτικά σημαντικός, δεδομένου ότι μια κυβέρνηση δύο εταίρων, αντί τριών, όπως στην κυβέρνηση Σολτς, δυνητικά εγγυάται μεγαλύτερη σταθερότητα στη χώρα, η οποία αντιμετωπίζει μια διαρθρωτική οικονομική κρίση, σε μια περίπλοκη πολιτική περίοδο και ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό, εντός και εκτός της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται μια Γερμανία με σταθερή κυβέρνηση, σε μια εποχή πολύ υψηλών διεθνών εντάσεων, καθώς η Γαλλία αγωνίζεται με τη δική της εσωτερική αστάθεια. (Παρά ταύτα διαφαίνεται, ότι στέφεται με επιτυχία η πρωτοβουλία Μακρόν, για ρύθμιση εγγυήσεων του ουκρανικού, μετά την θετική αντίδραση Τραμπ, στην επίσκεψη του τελευταίου στην Ουάσιγκτον. Ακολουθεί και επίσκεψη Στάρμερ).
Η ελπίδα είναι, ότι η συμφωνία συνασπισμού μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών θα υπογραφεί σχετικά σύντομα, δηλαδή πριν από το Πάσχα, όπως ανέφερε ο Merz, ώστε να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες το ταχύτερο, με προέχον το ουκρανικό ζήτημα.
Υπάρχουν έντονες προτεραιότητες στη Γερμανία – άμυνα, επενδύσεις, γραφειοκρατία, καινοτομία, μεταναστευτικό - οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στις συνολικότερες ευρωπαϊκές αποφάσεις, προκειμένου να εφαρμοσθούν τα σχέδια Draghi και Letta. Είναι αυτά τα οποία υπογραμμίζουν τις απαραίτητες επείγουσες ενέργειες.
Το ζητούμενο είναι να υπάρξει η πολιτική βούληση και το σθένος, για θαρραλέες επιλογές, τόσο στη Γερμανία, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τα θεσμικά κοινοτικά όργανα. Οι πρώτες εντυπώσεις από τον νέο Γερμανό καγκελάριο Μερτς είναι θετικές.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής