Με την είσοδό μας στο 2025 η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεγίστης σημασίας πρόκληση, η τολμηρή αντιμετώπισης της οποίας θα γράψει νέα σελίδα, αν όχι σημαντικότατο κεφάλαιο στην οικονομική μας ιστορία.
Κατά την άποψή μου, παράλληλα με τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις, σημαντική είναι και η καθιέρωση μόνιμου επιτελικού σχεδιασμού στη συστηματική και χωρίς μεταβολές εφαρμογή των κυβερνητικών πολιτικών στον τομέα της βιομηχανίας.
Πρόκειται για την υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμιστικών πολιτικών που θα λειτουργήσουν ως αναπτυξιακό αντίβαρο, αξιοποιώντας τις πολλές ευκαιρίες που υπάρχουν, περιορίζοντας έτσι τις επιπτώσεις νέου κύκλου ύφεσης για να αποτραπεί και η δομική ανεργία.
Πολιτικές που θα στηρίζουν την παραγωγική οικονομία, με στόχο την επιτάχυνση της επιστροφής σε υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης.
Και εδώ είναι χρήσιμο να σημειώσουμε ότι η βιομηχανία, παρά τη σημαντική συνεισφορά στο ΑΕΠ και στην απασχόληση και παρά την ανάγκη ταχείας ανασυγκρότησης και αποκατάστασης αναπτυξιακής δυναμικής, παραμένει χωρίς αυτοτελή διοικητική δομή.
Παραμένει για πολλές 10ετίες χωρίς το δικό της υπουργείο με αποκλειστικό αντικείμενο, τη νέα εκβιομηχάνιση όποτε και όσο επιβάλλεται. Βιομηχανική αναγέννηση της χώρας που να ανταποκρίνεται στα μηνύματα των καιρών. Βιομηχανία, ειδικά στην Αττική με τα αναγκαία βιομηχανικά Πάρκα και τις Βιομηχανικές Περιοχές.
Οπότε θεωρώ χρέος να υπογραμμίσω την αναμονή, του συνόλου της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας όπως τα μέτρα οικονομικής πολιτικής, από εδώ και πέρα να αφορούν την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και να έχουν αμεσότητα στην εφαρμογή τους.
Δεν έχουμε τόσο χρόνο να αντέξουμε απώλειες χρόνου.
Το επιχειρείν μετά την επόμενη μέρα από τα γεγονότα στην Ουκρανία και οι συνθήκες που επιβάλλει και η κλιματική αλλαγή με τις υποχρεώσεις της προς το περιβάλλον, επιβάλλουν τόλμη, αποφασιστικότητα και πολιτικό ρεαλισμό.
Στις προτεραιότητες είναι και πρέπει να είναι η στήριξη της βιομηχανίας ως βασικό συστατικό εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Και αυτό γιατί η βιομηχανία αποδείχθηκε διαχρονικά ο ισχυρός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας που δημιουργεί διατηρήσιμες και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Αποτελεί δηλαδή την καλύτερη εγγύηση για την αποφυγή μιας οικονομικής ανάκαμψης χωρίς νέες θέσεις εργασίας.
Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα, τόσο η ανάγκη όσο και τα οφέλη από την ανασυγκρότηση του δευτερογενούς τομέα. Όμως, η αντιμετώπιση των μεταρρυθμιστικών και αναπτυξιακών προκλήσεων απαιτούν δυναμική πολιτική παρέμβαση και ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης της βιομηχανίας και της μεταποίησης στην εθνική οικονομία.
Κλειδί σε αυτή την πολιτική παρέμβαση είναι μια αλλαγή νοοτροπίας και πορείας. Αυτή η αλλαγή αφορά στον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σε δύο επίπεδα.
Διαρθρωτικές παρεμβάσεις που θα απελευθερώσουν τις υγιείς επιχειρηματικές δυνάμεις μέσα από αλλαγές στο επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως οι αδειοδοτήσεις, τα χρηματοδοτικά εργαλεία, η καινοτομία, η τεχνολογία και η εξωστρέφεια, οι λειτουργικές υποδομές, η λειτουργία και εποπτεία της αγοράς, το δυσβάσταχτο κόστος ενέργειας.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα θεραπεύσουν χρόνια προβλήματα και θα δώσουν το στίγμα της νέας αναπτυξιακής λογικής. Κυρίως όμως θα αποτελέσουν το βασικό εργαλείο μεταστροφής της αποεπένδυσης προσελκύοντας νέες ιδιωτικές, και κυρίως, παραγωγικές επενδύσεις που θα πιάσουν τόπο και που θα συμβάλουν στη βελτίωση της οικονομίας σε όρους ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και απασχόλησης.
Η σημερινή παραγωγική συγκυρία και ανάγκη ανασυγκρότησης απαιτούν επιτελικές δομές με δυνατότητα συντονισμού, για επιτάχυνση πολιτικών και αποτελεσμάτων. Αυτό δείχνει και η διεθνής εμπειρία.
Η μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Απαιτεί σχέδιο, οργάνωση και συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
* Ο κ. Δημήτρης Μαθιός είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αττικής-Πειραιώς