ΗΠΑ-Γερμανία: Κράτη σαν εταιρείες και εταιρείες σαν κράτη

Οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας θα διαπραγματευτούν «αυτόνομα» με τον Τραμπ σε έναν κόσμο, όπου κυβερνήσεις και διεθνείς συμφωνίες ολοένα απαξιώνονται

Διαπραγματεύσεις αυτοκινητοβιομηχανιών ΗΠΑ-Γερμανίας

Πριν ακόμη η Ευρώπη χωνέψει το αποτέλεσμα των εμπορικών διαπραγματεύσεων της Κομισιόν με τις ΗΠΑ και πριν η «συμφωνία» αποτυπωθεί στις λεπτομέρειές της στο χαρτί, ο επικεφαλής της Volkswagen Όλιβερ Μπλούμε έσπευσε να αναγγείλει ότι η εταιρεία θα προχωρήσει σε απευθείας συνομιλίες με τον Ντόναλντ Τραμπ, με στόχο να απορροφήσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, το κόστος της δασμολογικής επιβάρυνσης από το 15% που προβλέπεται να επιβληθεί στο μέλλον σε ευρωπαϊκά οχήματα που θα «μπαίνουν» στις ΗΠΑ. Η ανακοίνωση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως σαφής απαξίωση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αλλά και της «πολιτικής» συνολικότερα. Ο Μπλούμε εμμέσως δηλώνει «εμείς μπορούμε να κάνουμε μια καλύτερη διαπραγμάτευση από εσάς».

Επενδύσεις, αντί φόρων

Ο στόχος του, όπως συνοπτικά τον περιέγραψε, θα είναι για κάθε δολάριο που θα επενδύει η VW στις ΗΠΑ να απαλλάσσεται από ένα δολάριο σε φόρους. Ο Μπλούμε διατηρεί ήδη από τον Φεβρουάριο έναν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με τον Αμερικανό πρόεδρο, παράδειγμα που ακολούθησαν και άλλοι επικεφαλής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως η BMW και η Mercedes. Οι διευθύνοντες σύμβουλοί τους είχαν επίσης επιτύχει ακρόαση στον Λευκό Οίκο στα μέσα Απριλίου, είδηση που είχε περάσει τότε στα ψιλά των ειδήσεων, ίσως γιατί δεν είχαν καταφέρει να εκμαιεύσουν κάποια υπόσχεση από τον Τραμπ. Αυτό που σχολίασαν κάποιοι ήταν ότι η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν ακολουθεί μια κοινή γραμμή απέναντι στις απειλές (τότε) του Τραμπ και η καθεμία από τις μεγάλες βιομηχανίες προσπαθεί να επιτύχει το καλύτερο αποτέλεσμα για τον εαυτό της.

Για κάποιους σχολιαστές στον οικονομικό Τύπο, η επιλογή του Μπλούμε αποτελεί παράδοση άνευ όρων. Φυσικά για την VW η αμερικανική αγορά έχει μεγάλη σημασία, καθώς η εταιρεία ακόμη δεν έχει συνέλθει από τις συνέπειες του σκανδάλου Dieselgate που επηρέασε το κύρος και τις πωλήσεις της. Το 2024 πάντως ο όμιλος VW (με Audi και Porsche) εξήγαγε συνολικά 993.000 οχήματα παντός είδους στις ΗΠΑ, ενώ στο πρώτο εξάμηνο του 2025 το επιπλέον κόστος που αναγκάστηκε να καταβάλει λόγω δασμών φτάνει το 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η VW θέλει να επενδύσει στην επέκταση του εργοστασίου της στην Τσατανούγκα του Τενεσί και να δημιουργήσει ένα καινούριο εργοστάσιο της Audi με προϋπολογισμό ανάμεσα στα 4 και 5 δισεκατομμύρια. Με αυτό τον τρόπο η εταιρεία ελπίζει να έρθει σε μια ειδική συμφωνία με τον πλανητάρχη και να απαλύνει τις συνέπειες της νέας δασμολογικής πολιτικής.

Ευρώπη ευάλωτη σε εκβιασμούς

Ειδικές συμφωνίες με τον Τραμπ θα επιδιώξουν και άλλες εταιρείες. Και η Mercedes εξετάζει το ενδεχόμενο περαιτέρω μετεγκατάστασης της παραγωγής της στο εξωτερικό. «Η υφέρπουσα αποβιομηχάνιση της Γερμανίας συνεχίζει την πορεία της. Η χώρα υποβιβάζεται σε ικέτιδα, η βιομηχανία μας σε παιχνίδι ξένων δυνάμεων. Το κάποτε περήφανο έθνος εξαγωγών αναγκάζεται να δεχτεί υπαγορεύσεις», εκτιμούσε πικρόχολα μια γερμανική ιστοσελίδα οικονομικών συμβουλών. Επισημαίνεται ότι ανάλογους προβληματισμούς κάνουν και εταιρείες «συγγενικές» του κλάδου που προμηθεύουν με εξαρτήματα, όπως για παράδειγμα η Bosch, που επίσης εκτιμά ότι η έξτρα δασμολογική επιβάρυνση θα έχει καταστροφικές συνέπειες σε μια έτσι κι αλλιώς δύσκολη εποχή.

«Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία καλείται λοιπόν να πληρώσει ένα είδος μίζας, για να της επιτραπεί η πρόσβαση στην αμερικανική αγορά». Σχεδόν πανικόβλητος ο υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπαϊλ παραδέχτηκε τώρα ότι η χώρα του είναι «ευάλωτη σε εκβιασμούς» και θα χρειαστεί ένας αναπροσανατολισμός των εξαγωγικών της δραστηριοτήτων. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ο «επιχειρηματίας της πολιτικής» Τραμπ φαίνεται να κερδίζει λοιπόν ακόμα μια μάχη στον πόλεμο που έχει ξεκινήσει για έναν κόσμο, όπου τα κράτη θα συμπεριφέρονται σαν εταιρείες, στοχεύοντας στο άμεσο κέρδος και αγνοώντας ουσιαστικά διεθνείς συμβάσεις και κανόνες.

Στο παιχνίδι αυτό δείχνουν πρόθυμες να τον ακολουθήσουν μεγάλες επιχειρήσεις που ουσιαστικά λειτουργούν «χωρίς πατρίδα», παρά τις πρόσφατες υπερήφανες εξαγγελίες του Γερμανού καγκελάριου περί «οικονομικού πατριωτισμού» που θα φέρει «κύμα επενδύσεων» στη χώρα. Προφανώς τα 600 δισ. σε επενδύσεις που «έδωσε» η φον ντερ Λάιεν στον Αμερικανό πρόεδρο για να τον εξευμενίσει θα λείψουν από κάπου αλλού στην Ευρώπη.

Ποιοι ακριβώς συναλλάσσονται;

Το ερώτημα έχει λοιπόν και μια άλλη διάσταση. Όταν στο τραπέζι της «συναλλαγής» κάθεται από τη μια ο Τραμπ και από την άλλη ο (κάθε) Μπλούμε, τι ακριβώς διαπραγμάτευση έχουμε; Μεταξύ δύο κρατών ή μεταξύ δύο εταιρειών; Και τι ρόλο παιζουν οι κυβερνήσεις και οι διακρατικές συμφωνίες; Τι θα γίνει με μικρότερες εταιρείες που δεν έχουν τέτοιες «προσβάσεις»; Τα όρια αρχίζουν να χάνονται. Δεν είναι κάτι εντελώς καινούριο. Πάνε σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που ο Βρετανός Κόλιν Κράουτς στη «Μεταδημοκρατία» έλεγε ότι τα κράτη παραχωρούν ολοένα και περισσότερες εξουσίες στις επιχειρήσεις. Αλλά με τον Τραμπ η διαδικασία αυτή αποκτά μια νέα ποιότητα. Η αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να την αντικρούσουν είναι η κρισιμότερη απειλή της εποχής για τη δημοκρατία.

Πηγές: RND, ZDF Heute, Manager Magazine, kettner-edelmetalle.de

Πηγή: Deutsche Welle
10 0 Bookmark